Σε έναν κόσμο που συχνά βιάζεται να φτάσει στον προορισμό, η Ελένη Καραβέλατζη επιλέγει να ταξιδεύει αλλιώς -αργά, ουσιαστικά και με πλήρη σύνδεση με τον τόπο. Ως backpacker και πεζοπόρος, ανακαλύπτει την Ελλάδα βήμα-βήμα, με οδηγό τη φύση, τη γεύση και την ανθρώπινη επαφή. Μοιράστηκε μαζί μας διατροφικά tips επιβίωσης, γοητευτικές ιστορίες από τα ταξίδια της, αλλά κυρίως γευστικές εμπειρίες από ολόκληρη τη χώρα.


Πώς ξεκίνησε το ταξίδι σου ως backpacker; Τι σε ενέπνευσε να εξερευνήσεις τη χώρα με αυτόν τον τρόπο;

Πιστεύω πως ανακαλύπτεις καλύτερα τον κόσμο όταν τον περπατάς. Μπορείς να σταματήσεις για να μιλήσεις, να έχεις το χώρο για να εμπνευστείς, να τον γευτείς μέσα από τους καρπούς του. Ο σημερινός τρόπος ζωής μας κάνει να πιστεύουμε στο «γρήγορο» των μέσων. Και κάπως νιώθω ότι έτσι χάνουμε από τη μαγεία της διαδρομής. Και από την άλλη, εσφαλμένα, ο κόσμος έχει συσχετίσει την πεζοπορία, το hike, με τα βουνά και τις κορυφές. Η πεζοπορία είναι ένας τρόπος ταξιδιού για μένα.


Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζεις ως traveler στην Ελλάδα;

Οι προκλήσεις είναι αρκετές. Ως μία traveler, κυρίως μέσα τη φύση τουλάχιστον, βλέπω το εξής. Δεν υπάρχει γνώση γύρω από το περιβάλλον και σεβασμός προς τη φύση. Δεν ξέρει βέβαια ο κόσμος πώς να το κάνει. Είναι ο κόσμος των πόλεων τόσο μακριά από τη φύση, που όταν πηγαίνει σε αυτή, θέλει κάπως να φέρει και την πόλη μαζί του. Και δυστυχώς το κράτος έχει επιλέξει, από το να εκπαιδεύσει τον κόσμο, να απαγορεύει το ελεύθερο camping, να μας απομακρύνει με κάθε τρόπο από το φυσικό μας σπίτι.

Μετά, ως πεζοπόρος, αλλά και δρομέας τελευταία, μεγάλος είναι ο κίνδυνος από σκυλιά. Που προφανώς δεν είναι το θέμα τα σκυλιά, αλλά οι ιδιοκτήτες τους, που ανά περιοχή θέλουν να εγκαθιδρυθούν και βάζουν σκυλιά για να μην πηγαίνει άνθρωπος. Αυτό αποτελεί μεγάλο κίνδυνο και νομίζω κανείς δε μιλάει για αυτό.

Τέλος, το ότι είμαι γυναίκα σίγουρα με κάνει να φοβάμαι συχνά. Όχι κάτι πολύ διαφορετικό από το γεγονός πως δεν είμαστε ασφαλείς τα βράδια στις πόλεις… Αλλά το βρίσκω λίγο οξύμωρο, πολλές φορές να έχω νιώσει περισσότερη ασφάλεια σε εντελώς μοναχικά μέρη που άνθρωπος δε θα μπορούσε να φτάσει, μέσα το σκοτάδι και το άγνωστο, ενώ θα με κυριεύει μια ανησυχία όταν είμαι κοντά σε μέρη που μπορεί να εμφανιστεί κάποιος. Γι’ αυτό και δεν ταξιδεύω όσο θα ήθελα, ή όσο μόνη μου μπορεί να ήθελα.

Τι έχει πάντα το σακίδιό σου από φαγητό όταν ετοιμάζεσαι για ταξίδι ή πεζοπορία; Υπάρχουν σταθερές προμήθειες που δε λείπουν ποτέ;

Γενικά μου αρέσουν τα απλά. Οι βασιλικοί χουρμάδες είναι από τα αγαπημένα μου. Μπανάνες, ελληνικοί ξηροί καρποί (γιατί με εκνευρίζει που πάω να αγοράσω ξηρούς καρπούς και οι ξένοι έρχονται σε χαμηλότερη τιμή από τους δικούς μας – θέλω όσο γίνεται, ό,τι με τρέφει, να έχει μεγαλώσει τριγύρω μου). Αν έχω βρει καλό ψωμί, τότε σίγουρα θέλω να το έχω μαζί με μέλι. Ωστόσο, πάντα, σε κάθε μέρος που πάμε θέλω να βρίσκω έναν τοπικό φούρνο, με δικό τους τυρί, χόρτα και φύλλο και να τρώω μια δική τους πίτα. Αν είμαι σε τόπο που έχει καρπούς, σίγουρα θα «κλέψω» μερικούς στο διάβα. Πάντα με σεβασμό και στο δέντρο και στον ιδιοκτήτη.

Αν έπρεπε να φτιάξεις ένα «κιτ επιβίωσης ταξιδιώτισσας», ποια τρία φαγώσιμα θα έβαζες μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη;

Βασιλικούς χουρμάδες, αμύγδαλα και μπισκότα/καλό ψωμί.

Όταν ταξιδεύεις με περιορισμένο budget ή σε πιο απομακρυσμένα μέρη, πώς οργανώνεις το φαγητό σου; Κάνεις π.χ. meal prep ή βασίζεσαι στο street food;

Εξαρτάται το μέρος συνήθως. Αν το μέρος είναι πιο ερημικό, θα πάρω τα σνακς μου και θα βασιστώ στα καταφύγια. Αποφεύγω να μαγειρεύω στη φύση αν δεν υπάρχει υποδομή. Αν είμαι πιο κοντά στον πολιτισμό, θα τρώω τα σνακς μου πάλι, αλλά θα ψάξω κάποια ταβέρνα καλή και παραδοσιακή. Πάντα θα αναζητήσω ντόπιους καρπούς. Προσφέρουν μια μαγική πινελιά στο ταξίδι.

Ποιες είναι οι αγαπημένες σου πόλεις ή περιοχές στην Ελλάδα που συνδυάζουν την ιστορία, την κουλτούρα και την τοπική γαστρονομία;

Τα Ιωάννινα θεωρώ πως έχουν ωραίο φαγητό και ο τρόπος που το χειρίζονται μου αρέσει περισσότερο. Στο σήμερα δηλαδή, και διατηρούν την παράδοσή τους, αλλά και πειραματίζονται με νέα πράγματα που την περιέχουν. Ενώ, την ίδια στιγμή, με λυπεί που πολλά άλλα μέρη θέλουν να μοιάσουν στην πρωτεύουσα. Χαρακτηριστικά λέω σε όλους όσοι έχουν ταβέρνες και εστιατόρια πως φεύγοντας από τον τόπο μας, ή από την πόλη, θέλουμε να γευτούμε τον νέο τόπο, το μέρος τους και τους καρπούς του. Καλές κοπές, περίεργα υλικά και τεχνικές ξένες, τις κάνουν ήδη πολύ καλά στην Αθήνα και σε άλλα μέρη του κόσμου. Δεν χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε και στα χωριά. Προφανώς, ο πειραματισμός είναι υπέροχος. Απλά είναι καλό να μη χάνουμε την ταυτότητά μας. Στην Χίο έφαγα υπέροχο φαγητό στα χωριά, στην Νότια Εύβοια (όχι τόσο πολυσυζητημένη) και στην Πελοπόννησο ανά μέρη.

Ποια είναι τα πιο αγαπημένα σου πιάτα, αυτά που έχεις ανακαλύψει ταξιδεύοντας στην Ελλάδα;

Τέσσερα είναι αυτά που δε θα ξεχάσω ποτέ: Το cheesecake με κατσικίσιο τυρί, στο «Κουκουνάρι», στο Πάπιγκο. Που μετά από ένα διήμερο πεζοποριών στα βουνά τριγύρω, έρχεται ως δώρο εξ ουρανού.

Τις γκόγκες, στο «Μέλας Ζωμός», στην Τρύπη Λακωνίας. Καταλήξαμε σε εκείνη την ταβέρνα μετά από ένα τρέξιμό μου στην περιοχή και αφού πήγαμε για βουτιά σε καταρράκτες, λίγο πιο κάτω. Οπότε το καλό φαγητό έκλεισε μια υπέροχη ημέρα.

Τη γιαννιώτικη μπουγάτσα, στο «Select», στα Ιωάννινα. Στην πόλη είναι ο ομορφότερος τρόπος να ξεκινήσει η μέρα. Και αν είσαι τυχερός μπορεί να πιάσεις και λίγη κουβέντα με τη μαστόρισσα.

Τέλος, το ντόπιο κατσικάκι και τα μεζεδάκια, στην ταβέρνα του Κρητικάκη, στην Κριτηνία της Ρόδου. Εκεί, ο ιδιοκτήτης εμφανίζεται ξυπόλητος σε μια ταβέρνα μέσα το πράσινο, σαν από άλλη εποχή, και δε σου λέει άχνα, απλά του λες πόσα άτομα θα είστε και φέρνει τα φαγητά σας. Δεν παραγγέλνεις, δε λες θέλω αυτό ή εκείνο. Μια μπίρα καλή, κρύα αν θες. Εκείνος θα φροντίσει τα υπόλοιπα και θα το κάνει ιδανικά.


Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία πίσω από ένα πιάτο που δοκίμασες σε κάποιο χωριό ή πόλη της Ελλάδας;

Αχ, έχω δυο! Η κυρία Άννα στην Κάρπαθο.  Τη βρήκαμε στο αγαπημένο μου -πλέον- χωριό από όλα του νησιού, την Αυλώνα. Μετά από μια μεγάλη πεζοπορία και βουτιά στη θάλασσα, έναν Απρίλιο πριν κάποια χρόνια, βρεθήκαμε έξω από τον ξυλόφουρνό της, πριν δύσει ο ήλιος. Μας φίλεψε μέχρι να βγουν τα ψωμιά που ετοίμαζε. Καφέ και ένα γλυκό του κουταλιού. Μιλήσαμε, είπαμε ιστορίες, βρήκαμε ανθρώπους κοινούς μας. Και στο τέλος, μας προσέφερε το φρέσκο, σπιτικό, ψωμί της για να πάρουμε μαζί μας φεύγοντας. Το να σου δίνει κάποιος δικό του καμωμένο ψωμί, το βρίσκω από τα πιο ιερά πράγματα στον κόσμο.

Και το άλλο, στην Χίο. Στην Καφενέ του Γιώργη, με την κυρία Αλέκα και την υπέροχη κόρη της. Πέρυσι, τέτοια εποχή σχεδόν, στην αρχή του καλοκαιριού, φτάσαμε στο χωριό τους, τον Πιτυό. Η Εύη μάς έκανε μια υπέροχη ξενάγηση στο χωριό, παρέα με μερικά μούρα στα χέρια από τη μουριά τους στην πλατεία. Μας φίλεψαν καφέ και γλυκό του κουταλιού. Και μετά η κυρία Αλέκα μάς έμαθε να φτιάχνουμε «χερίσια», τα παραδοσιακά μακαρόνια τους. Τι πιο πολύτιμο από το να μοιράζεσαι την παράδοσή σου και να ανοίγεις συζήτηση, ενώ τα χέρια σας μοιράζονται την ίδια ασχολία;

Υπάρχουν σνακ ή τοπικά προϊόντα που έχεις ανακαλύψει και τα έχεις εντάξει στη μαγειρική σου ρουτίνα;

Γενικά, θέλω ό,τι περισσότερο μπορώ στην κουζίνα μου να είναι ελληνικό και από μικρούς παραγωγούς. Προφανώς, η ρίγανη είναι από το μέρος που μεγάλωσα, το Καστελόριζο. Και δεν την αλλάζω γιατί είναι καλύτερη. Μαζί και το αλάτι, το θαλασσινό. Μανιτάρια από τη Δίρφυ. Αν τα πάρεις σε σκόνη, σου κάνουν και τέλεια dressing στις σαλάτες ή σαν προσθήκη στο ρύζι κλπ. Παραδοσιακά φρέσκα μακαρόνια από όπου πάω. Χίο, Κάρπαθο, Εύβοια. Κρέας δεν πήρα, και μου έχει μείνει, από τα Τρίκρηνα,  στην Πελοπόννησο. Φάγαμε σε μια ταβέρνα οι ιδιοκτήτες της οποίας είχαν και το δικό τους κρεοπωλείο.

Ποιο είναι το πιο απλό γεύμα που έχεις ετοιμάσει κάπου στη μέση του πουθενά -και σου έμεινε αξέχαστο;

Θα σε πάω στα Δωδεκάνησα. Σε ένα νησί χωρίς κατοίκους, δεν αποκαλύπτω ποιο, γιατί θέλω να πηγαίνω να βρίσκω την ησυχία μου. Πήγαμε λοιπόν μια νύχτα του Οκτώβρη. Ξεκινήσαμε βράδυ για να πάμε. Πήραμε καλά κρέατα, τοπικά, από άλλο νησί γειτονικό, καλές κοπές. Ψήσαμε τις πίτες, κάναμε ένα mix από ντομάτες καλοκαιρινές, αγγούρι, ελαιόλαδο και κρεμμύδι. Και ψήσαμε με αλάτι και πιπέρι τα κρέατα. Μια μπύρα στο χέρι, τα αστέρια και αυτό!


Υπάρχει κάποια τροφή που έχει γίνει «σύμβολο» των ταξιδιών σου – κάτι που δοκιμάζεις σχεδόν παντού;

Τα ζυμαρικά και το κρέας. Θέλω να μην τρώω καθόλου κρέας στη πόλη. Δε θέλω να γίνομαι μέρος της μαζικής παραγωγής. Και επίσης, όταν δοκιμάσεις τα χειροποίητα ζυμαρικά του κάθε τόπου, αυτά του σουπερμάρκετ φαντάζουν τόσο… σοβαρά. Θα σου πω μια ιστορία γι’ αυτό που λέω για τη μαζική παραγωγή κρέατος, πότε ουσιαστικά άρχισα να το κοιτάζω το θέμα αλλιώς. Παλιά, είχα γνωρίσει κατά την περίοδο που βοηθούσαμε στο Καστελόριζο τους πρόσφυγες από την Συρία, έναν ξένο, Γερμανό-Αμερικανό. Ο Κόσμο έγινε μετά καλός φίλος. Και έλεγε χαρακτηριστικά πως δεν τρώει κρέας, εκτός και αν βεβαιωθεί ο ίδιος για τον τρόπο που θανατώνεται ένα ζώο. Θα βεβαιωνόταν δηλαδή πως δεν το έκαναν βάναυσα, δεν το ταλαιπώρησαν. Ουσιαστικά ήταν ενάντια στην μαζική παραγωγή και στους τρόπους που κάνουν τα ζώα να υποφέρουν. Γιατί αν φροντίζεις να ξέρεις το πώς θανατώνεται, το τρως και με μέτρο και δεν υπερβάλλεις. Οπότε, πλέον, θέλω όσο μπορώ, να τρέφομαι από παραγωγούς που φροντίζουν εξίσου όλη αυτή τη ροή.

Αν η Ελλάδα ήταν ένα τάπερ, τι θα είχε μέσα από κάθε γωνιά της;

Θα ήθελα να πω ότι θα πάρω από όλη την Ελλάδα, αλλά νομίζω πως θέλω να έχω αυτά με τα οποία μεγάλωσα. Θέλω να έχω ρίγανη και αλάτι Καστελόριζου. Ρεβυθοκεφτέδες από τα Δωδεκάνησα (γιατί δε ζεις χωρίς ρεβυθοκεφτέδες αν έχεις μεγαλώσει με αυτούς). Κουμκουάτ, όπως τα έφαγα στην Ρόδο και στην Κάρπαθο. Σπινιάλο φούσκας από την Κάλυμνο. Ροδίτικες λαδόπιτες. Συμιακό γαριδάκι.

Ποια ήταν η στιγμή που ένιωσες ότι «μέσα από το φαγητό γνώρισα πραγματικά έναν τόπο»;

Στο ταξίδι στα Ιωάννινα, την Κάρπαθο, την Χίο, τα χρόνια που έζησα στη Θεσσαλονίκη. Αλλά το φαγητό θέλει ανθρώπους. Δεν πιστεύω πως γνωρίζεις έναν τόπο επειδή τρως σκέτο το φαγητό του. Επίσης, έχω και μια θεωρία, πως οι γεύσεις δεν είναι ίδιες αν τις δοκιμάζεις σε άλλους τόπους. Το ίδιο πράγμα να το φάω στην Ήπειρο και στο Καστελόριζο, δεν θα έχει την ίδια νοστιμάδα. Το φαγητό το κάνουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι που το μοιράζεσαι και κάθεστε γύρω από το τραπέζι για να το ευχαριστηθείτε.

Συνέντευξη: Λίζα Πετρίδου

Φωτογραφίες: mogli_inthecity – Instagram

 

Δείτε επίσης:

Τι γεύση έχει η Σίφνος: Ρεβιθάδα και άλλα παραδοσιακά πιάτα του νησιού