Εδώ και μισή χιλιετία το διάσημο οινοποιείο του Μπορντό προσφέρει στην οικουμένη ένα από τα πιο εκλεκτά, εκλεπτυσμένα και ακριβά κρασιά. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες κινητήριος δύναμη και ψυχή του είναι η ελληνικής καταγωγής επιχειρηματίας Κορίν Μεντζελόπουλος.
Λένε ότι το κρασί είναι μια τέχνη που μπορεί κανείς να εκτιμήσει και να απολαύσει μόνο αφού πρώτα την καταστρέψει – ή, αν προτιμάτε, να την καταναλώσει. Στο Chateau Margaux, το εμβληματικό οινοποιείο του Μπορντό, αυτή η μορφή τέχνης εξελίσσεται μεθοδικά σε αριστούργημα εδώ και σχεδόν μισή χιλιετία, προτού καταναλωθεί. Σήμερα τα τέσσερα κρασιά -το Chateau Margaux (Grand Vin) ή αλλιώς η ναυαρχίδα του οινοποιείου, το Pavillon Rouge du Chateau Margaux, το Pavillon Blanc du Chateau Margaux αλλά και το Margaux du Chateau Margaux – συγκαταλέγονται στα κορυφαία της οινοπαραγωγού περιοχής της δυτικής Γαλλίας αλλά και του κόσμου ολόκληρου και κάθε φιάλη με τη βαρύτιμη ετικέτα του οινοποιείου έχει φτάσει να θεωρείται status symbol, σημείο υπεροχής, ισχύος και φυσικά πλούτου. Το ρεκόρ που κατέχει μια φιάλη του 1787 η οποία έχει κοστολογηθεί στα 225 χιλιάδες δολάρια είναι απλώς ενδεικτικό της φήμης του κτήματος. Στην πραγματικότητα εκείνο που έχει προσδώσει στο κρασί του Chateau Margaux διαστάσεις ιερού δισκοπότηρου για τους όπου Γης οινόφιλους είναι η μακρά ιστορία του, η πλούσια κληρονομιά του, μα κυρίως η έμμονη προσήλωση των κατά καιρούς ιδιοκτητών του στην παράδοση αλλά και την εξέλιξη. Το οινοποιείο στην περιοχή του Medoc δεν επαναπαύθηκε ποτέ στην προνομιακή και ευλογημένη γεωγραφική θέση του, ούτε μηρύκασε τις δάφνες της απαράμιλλης ποιότητας που του έχουν αποδοθεί ήδη από τον 16ο αιώνα. Ναι, αν υποστήριζε κανείς πως το τέλειο είναι τελικά βαρετό δεν θα απείχε πολύ από τη φιλοσοφία με την οποία είναι μπολιασμένο το ιστορικό οινοποιείο. Στο Margaux ο πήχης υπάρχει για να ξεπερνιέται χρονιά με τη χρονιά.
Το «ανάχωμα» του Μεντόκ, όπως ήταν γνωστή η περιοχή τον 12ο αιώνα εξαιτίας του επικλινούς εδάφους της, έδινε πάντα κρασιά που λατρεύονταν από τους επιδραστικούς ανθρώπους κάθε εποχής. Οπως για παράδειγμα από τον Βασιλιά Ριχάρδο Αʼ, κατά κόσμον Λεοντόκαρδο, ο οποίος ορκιζόταν στο Magou, σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, και το είχε ανακηρύξει σε επίσημο κρασί του βασιλείου του. Τότε η περιοχή της Ακουιντανίας βρισκόταν υπό την αγγλική επιρροή και οι αμπελώνες διαφεντεύονταν από τις οικογένειες ευγενών. Σχήμα στο Margaux, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, ξεκίνησε να δίνει ο Πιερ Λεστονάκ στα τέλη του 16ου αιώνα. Μέσα σε μια δεκαετία, με αφετηρία το 1572, ο πατριάρχης της οικογένειας όρισε τους αμπελώνες έκτασης 2.65 τετραγωνικών χιλιομέτρων και το κτήμα, και βελτίωσε τόσο τη διαδικασία της οινοποίησης ώστε σύντομα το Μεντόκ έγινε ξακουστό όχι μόνο απλώς για το κρασί αλλά για την ποιότητά του. Ο Λεστονάκ ήταν ένας πρωτοπόρος της εποχής του, αφού πρώτος αντιλήφθηκε ότι ο πραγματικός θησαυρός για το Μεντόκ δεν ήταν η καλλιέργεια των σιτηρών που παράγονταν έως τότε κατά κόρον, αλλά η αμπελουργία. Στα χρόνια του τα 2/3 του κτήματος αφιερώθηκαν αποκλειστικά σ’ αυτήν. Ο Λεστονάκ χάραξε και άνοιξε τον δρόμο στο κρασί. Πάνω στα βήματά του ιχνηλάτησε ο επόμενος διαχειριστής, ονόματι Μπερλόν, ο οποίος με τη σειρά του εξέλιξε τις τεχνικές της οινοποιίας και εντρύφησε σε λεπτομέρειες που σήμερα είναι αυτονόητες. Μελέτησε το έδαφος, βρήκε την ιδανική ώρα συγκομιδής των σταφυλιών, εντόπισε όλα εκείνα τα στοιχεία που αναβάθμισαν ακόμα περισσότερο το κρασί του Margaux, αυτό που λάτρεψε ακόμα και ο Τόμας Τζέφερσον στα χρόνια που θήτευσε ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ στη Γαλλία.
Στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης το κτήμα πέρασε από σαράντα κύματα. Τελικά, κατέληξε στα χέρια του Βάσκου Μαρκήσιου Κολονίλλα. Παρότι ο ίδιος δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κρασί -ακόμα και γεωγραφικά ήταν αποστασιοποιημένος αφού είχε πολιτογραφηθεί μόνιμος κάτοικος Παρισιού- το Chateau Margaux έγινε το πιο λαμπερό πετράδι στο στέμμα του προσωπικού πλούτου του. Στα χρόνια του Κολονίλλα δημιουργήθηκε το απαράμιλλης αρχιτεκτονικής ομορφιάς νεοκλασικό κεντρικό κτίριο του κτήματος με τους δωρικά επιβλητικούς κίονες σε σχέδιο του Λουί Κομπ – λέγεται ότι πηγή της έμπνευσης και αναφορά του ήταν ο Παρθενώνας. Μετά τον θάνατο του Μαρκήσιου το κτήμα πουλήθηκε από τους απογόνους του στον Alexandre Aguado, έναν φιλότεχνο τραπεζίτη -υπήρξε μάλιστα μαικήνας του Ροσσίνι- ο οποίος βρήκε στο Margaux μια ειδυλλιακή ιδιωτική κατοικία. Δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια αργότερα. Τη διαδοχή των ιδιοκτητών του διάσημου πια κτήματος συνέχισε η οικογένεια Ginestet για περίπου έναν αιώνα. Ωσπου το 1977 το Chateau Margaux εξαγοράστηκε από τον Ελληνα Αντρέ Μεντζελόπουλος -ΦΕΥΓΕΙ Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ 16 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ-, ο οποίος όχι μόνο κατάφερε να το σώσει από την οικονομική καταστροφή αλλά να αναγεννήσει την οινοπαραγωγή και να αναβιώσει την παλιά αίγλη του. Αλλωστε από το 1855 οι Βερσαλίες του Μεντόκ, προσωνύμιο που εύλογα γέννησε το αρχιτεκτονικό κομψοτέχνημα του Λουί Κομπ, παρήγαγαν το κορυφαίο κρασί στη Γαλλία – και μάλιστα με τη βούλα του Ναπολέοντα Γʼ. Ο τελευταίος Γάλλος μονάρχης, θέλοντας να προωθήσει τα προϊόντα της χώρας του δημιούργησε μια κατάταξη για τα κρασιά την οποία παρουσίασε στη δεύτερη Διεθνή Εκθεση του Παρισιού το 1855. Μέσα από τυφλές δοκιμές το κρασί του Chateau Margaux έγινε ένα από τα τέσσερα που έλαβαν το χρίσμα του Premier Grand Cru Classé, κατάταξη που ισχύει έως σήμερα, και αναδείχτηκε το μοναδικό που απέσπασε βαθμολογία 20/20.
Μπορεί στα χρόνια του Ναπολέοντα Γʼ τα κρασιά του Μπορντό να απέκτησαν εκτυφλωτική διεθνή ακτινοβολία, όμως έναν και κάτι αιώνα αργότερα η μεγαλύτερη οινοπαραγωγός περιοχή της Γαλλίας βρισκόταν σε οικονομικό και υπαρξιακό τέλμα. Η παραγωγή ήταν μεγαλύτερη από τη ζήτηση, τα θρυλικά κρασιά της περιοχής θεωρούνταν πια υπερτιμημένα με δυσανάλογη σχέση ποιότητας και τιμής, η πετρελαϊκή κρίση του ʼ70 απομάκρυνε ολοένα και περισσότερο τους πιθανούς επενδυτές που αναζητούσαν ασφαλή και γρήγορα οικονομικά αποτελέσματα. Ομως ο Πατρινός Αντρέ Μεντζελόπουλος με το μυθικό επιχειρηματικό success story, ιδιοκτήτης τότε της γαλλικής αλυσίδας σούπερ μάρκετ «Felix Potin», είδε μια λαμπρή ευκαιρία εκεί όπου οι άλλοι έβλεπαν απλώς χάσιμο χρόνου και χρημάτων. Λέγεται πως κομβικής σημασίας για την απόφασή του να επενδύσει στο Chateau Margaux ήταν το περιστύλιο του κεντρικού κτιρίου, το οποίο του ξυπνούσε αναμνήσεις από την πατρίδα με τις αρχαιοελληνικές αναφορές του. Το 1977 ο δαιμόνιος επιχειρηματίας εξαγόρασε το κτήμα που βρισκόταν σε βαθύ μαρασμό. Σκοπός του δεν ήταν το εύκολο και γρήγορο κέρδος αλλά η αναβίωση του θρύλου του Margaux. Οι αλλαγές και η καινοτομία που έφερε από τους αμπελώνες μέχρι τη διαδικασία της οινοποίησης και της παλαίωσης του κρασιού απέδωσαν καρπούς γρηγορότερα απ’ όσο κι ο ίδιος φανταζόταν. Το αρχικό σκάνδαλο του Ελληνα, ενός ξένου που πατούσε πόδι σε μια από τις πιο γαλλικές περιοχές της Γαλλίας, αντιστράφηκε γρήγορα σε ένα εντυπωσιακό success story. Δυστυχώς, ο Μεντζελόπουλος έφυγε από τη ζωή μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1980. Το έργο του είχε αρχίσει ήδη να αποδίδει καρπούς. Το Chateau Margaux κληρονόμησε η κόρη του, Κορίν Μεντζελόπουλος, η οποία ήταν αποφασισμένη να δώσει σάρκα και οστά στο σχέδιο του οραματιστή πατέρα της. Σήμερα θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπερέβη ακόμα και τις πιο ευοίωνες προβλέψεις.
Η Κορίν Μεντζελόπουλος όχι μόνο ιχνηλάτησε στα βήματα του πατέρα της όπου ανταποκρίθηκε σαν έτοιμη από καιρό για την κατακόρυφη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης των κρασιών της περιοχής που ξεκίνησε το 1982, αλλά κατέρριψε και ένα ακόμα ταμπού. Εκείνο της γυναίκας -και δη ελληνικής καταγωγής- οινοποιού και μάλιστα στη Μέκκα της οινοπαραγωγής. Με μεθοδικά βήματα, επιχειρηματικές συνέργειες -από τις αρχές του ʼ90 συνέπραξε με την οικογένεια Ανιέλι μέχρι το 2003 όταν το Margaux πέρασε ξανά στην αποκλειστική ιδιοκτησία της- και μένοντας πιστή στις αρχές και τις αξίες που διέπουν το κρασί του κτήματος εδώ και μισή χιλιετία η Μεντζελόπουλος κατέκτησε τον τίτλο της σιδηράς κυρίας του κρασιού. Κλισέ αλλά αληθινό. Για την ίδια το κρασί είναι μια οικογενειακή υπόθεση που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά – εκείνη συνέχισε το όραμα του πατέρα της, τα παιδιά της Αλεξάνδρα και Αλέξης είναι έτοιμα να διαδεχτούν την ίδια. Ακόμα και όταν σήμερα που η αξία του οινοποιείου υπολογίζεται ότι έχει υπερβεί το ένα δισεκατομμύριο ευρώ ρωτούν την Κορίν Μεντζελόπουλος ποιος δυνητικά θα ενσάρκωνε τον ιδανικό αγοραστή για το Chateau Margaux, εκείνη απαντά «κανένας». Ισως γιατί γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι κανείς δεν μπορεί να περιβάλλει το εμβληματικό οινοποιείο με τη δική της μητρική στοργή. Γιατί το κρασί εκτός από χημεία είναι τελικά και συναίσθημα. Κι αυτό είναι κάτι που φρόντισε να επιβεβαιώσει και η ίδια πριν από δύο χρόνια σε συνέντευξή της στο δίκτυο Bloomberg όταν έλεγε πως «το Margaux δεν είναι απλώς μια εταιρεία. Είναι κάτι ξεχωριστό. Το φως είναι πάντα διαφορετικό. Το φθινόπωρο είναι συναρπαστικό. Συγκινούμαι και μόνο που μιλάω γι’ αυτό».
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Gala
Δείτε επίσης
Sacha Lichine: Ο γκουρού της Προβηγκίας
Με τι κρασί θα συνοδεύσουμε την κρητική γραβιέρα;
Με τι κρασί θα συνοδεύσουμε το Brie President;