Οι πρώτοι αμπελώνες με Cabernet Sauvignon στην Ελλάδα είχαν φυτευτεί τη δεκαετία του 1960 στο Μέτσοβο. Έκτοτε, το χρησιμοποιούν πολλοί οινοπαραγωγοί από κάθε περιοχή της χώρας, θεωρώντας το μια από τις ποιοτικότερες ποικιλίες. Η ένταση του χρώματος, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των αρωμάτων και των γεύσεών του, το ευρύ γευστικό φάσμα και τα τυπικά ποικιλιακά χαρακτηριστικά του δεν είναι παρά μερικά μόνο από τα ποιοτικά στοιχεία που ώθησαν πολλά οινοποιεία να αξιοποιήσουν σωστά αυτή την ποικιλία.
Το Cabernet Sauvignon είναι ευπαθές στις περισσότερες ασθένειες και είναι αρκετά ευαίσθητο στην ξηρασία, με αποτέλεσμα να έχει καλύτερη παραγωγή σε σχετικά ψυχρότερες περιοχές της χώρας. Όσον αφορά το στυλ, τα περισσότερα ελληνικά Cabernet Sauvignon έχουν μια ομοιότητα με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά τους, ιδιαίτερα με ορισμένα κρασιά του Μπορντό πιο ζεστών σοδειών, αλλά έχουν πιο φρουτώδη γεύση στον ουρανίσκο και πιο ισορροπημένη οξύτητα, χωρίς την αυστηρότητα και την ορυκτότητα ενός τυπικού γαλλικού κρασιού. Τις περισσότερες φορές, ο αλκοολικός του βαθμός ξεπερνά το 13%. Έχει αποδειχθεί ότι τα ποιοτικά ελληνικά Cabernet έχουν δυνατότητα παλαίωσης τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Η ποικιλία χρησιμοποιείται συχνά για να ενισχύσει κάποιες ελληνικές ποικιλίες –για παράδειγμα, το Αγιωργίτικο– προσθέτοντας οξύτητα, σώμα, δομή και πολύπλοκα αρώματα βατόμουρου. Η Χαλκιδική είναι η μόνη περιοχή ονομασίας όπου επιτρέπεται η χρήση του Cabernet Sauvignon (σε συνδυασμό με το Cabernet Franc και το Λημνιό) για την παραγωγή οίνων ΠΟΠ Πλαγιές Μελίτωνα. Συμμετέχει επίσης στην παραγωγή πολλών οίνων ΠΓΕ σε όλη την Ελλάδα.
Ποικιλία: Cabernet Sauvignon
Άρωμα: μαύρο φραγκοστάφυλο, ευκάλυπτος, βατόμουρα
Χρώμα: βαθύ
Στυλ κρασιού: γεμάτο, πλούσιο, αρωματικό
Παλαίωση σε φιάλη: φύλλα καπνού, μανιτάρι, γήινα αρώματα, δέρμα, καφές
Ταννίνες: υψηλές
Οξύτητα: υψηλή