default

Η Θεσσαλονίκη των οίνων

— Η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή, για να κυριολεκτούμε, η Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης έχει μακρά παράδοση στην αμπελουργία και την παραγωγή κρασιών, με συνεχείς αναφορές σε αυτά τόσο από Βυζαντινούς συγγραφείς όσο και από μεταγενέστερους περιηγητές. Όπως για παράδειγμα ο Τούρκος Εβλιγιά Τσελεμπή, που τον 17ο αιώνα γράφει: «Κατά κει που φυσάει ο γαρμπής προκόβει η εύφορη πεδιάδα της όμορφης αυτής πολιτείας. Στους ονειρεμένους μπαχτσέδες, στα μποστάνια και στ’ αμπέλια ευδοκιμούν όλων των ειδών τα οπωρικά. Το κρασί τους είναι από τα πιο ευγενή του κόσμου. Μόνο που και μια σταγόνα να πιεις είναι αμαρτία. Έτσι κι εγώ ο εγκρατής δεν το δοκίμασα». Λίγο αργότερα, στα τούρκικα φορολογικά κατάστιχα αναφέρονται 2.500 στρέμματα αμπελιών μόνο στην περιοχή της Επανομής. Έχοντας περάσει τη δοκιμασία της φυλλοξήρας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα -οι περισσότεροι τη συνδέουν με την παρουσία των γαλλικών στρατευμάτων στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου- οι αμπελώνες της Θεσσαλονίκης εκτιμάται ότι πλησιάζουν σήμερα τα 10.000 στρέμματα, μοιρασμένοι σε 4 Προστατευόμενες Γεωγραφικές Ενδείξεις. Την ευρεία Θεσσαλονίκη ΠΓΕ, που καλύπτει ολόκληρη την Περιφερειακή Ενότητα, και ένα πλήθος ποικιλιών, σε μονοποικιλιακές ή πολυποικιλιακές εκφράσεις. Την Επανομή ΠΓΕ, στα νοτιοανατολικά της πόλης της Θεσσαλονίκης, με κυρίαρχο το Κτήμα Γεροβασιλείου, το οποίο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό που ονομάζουμε «επανάσταση του ελληνικού κρασιού». Την Πλαγιές Βερτίσκου ΠΓΕ, γύρω από το παραδοσιακό χωριό Όσσα, στα βορειοανατολικά, που μετά τον θάνατο του Ανέστη Μπαμπατζιμόπουλου μάλλον έχει περιπέσει σε αχρηστία. Τέλος, τη Νέα Μεσήμβρια ΠΓΕ, που καλύπτει μια σχετικά μικρή ζώνη στα βόρεια της πόλης.

Οι αμπελώνες πλησιάζουν σήμερα τα 10.000 στρέμματα με επικρατέστερες ποικιλίες τις λευκές Μαλαγουζιά και Ασύρτικο και τις ερυθρέ Λημνιό και Ξινόμαυρο.

Επικρατέστερες ποικιλίες στις λευκές η Μαλαγουζιά και το Ασύρτικο, με τις κοσμοπολίτικες Chardonnay, Sauvignon Blanc και Viognier να ακολουθούν, ενώ στις κόκκινες φαίνεται να κερδίζουν έδαφος το Λημνιό και το Ξινόμαυρο, χωρίς να λείπουν οι διεθνείς Syrah, Merlot και Cabernet Sauvignon. Τα οινοποιεία της περιοχής ξεπερνούν τα 40, με αρκετά βέβαια να είναι πολύ μικρού μεγέθους και άλλα να απευθύνονται αποκλειστικά στην τοπική αγορά. Επισκεφτήκαμε τα πέντε σημαντικότερα, κατά τη γνώμη μας, ενώ δεν καταφέραμε -για λόγους πέρα από τη θέλησή μας- να δούμε από κοντά το έκτο, το οινοποιείο Μοσχόπολις, που επίσης κάνει εξαιρετική δουλειά.

ΚΤΗΜΑ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

— Χωρίς αμφιβολία, το σημαντικότερο Κτήμα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης τόσο από άποψη έκτασης αμπελώνων όσο και ιστορίας, χωρίς φυσικά να παραβλέπουμε την υψηλή ποιότητα των προϊόντων του, αλλά και το εντυπωσιακό Μουσείο Οίνου. Δημιούργημα του Βαγγέλη Γεροβασιλείου, γεωπόνου με σπουδές Οινολογίας στο Μπορντό, που το 1981 αποφάσισε να ξαναζωντανέψει τον μικρό οικογενειακό του αμπελώνα στην Επανομή, στα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Βέβαια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 εργαζόταν ως οινολόγος στο σημαντικό, εκείνη την εποχή, Κτήμα Πόρτο Καρράς και η θητεία του εκεί, που διήρκεσε έως το 1989, πέραν της παραγωγής σπουδαίων κρασιών, όπως ο Πορφυρογέννητος, συνδέεται με τη διάσωση της Μαλαγουζιάς, μιας ποικιλίας που πρώτος οινοποίησε και ανέδειξε. Σήμερα το Κτήμα Γεροβασιλείου απλώνεται σε 1.200 στρέμματα, όλα γύρω από το υπερσύγχρονο οινοποιείο, γεγονός που το καθιστά έναν από τους μεγαλύτερους ενιαίους αμπελώνες στην Ελλάδα. Κυρίαρχη ποικιλία σταφυλιού η Μαλαγουζιά, που αντιπροσωπεύει σχεδόν το 50% των αμπελιών, με τις λευκές Ασύρτικο, Viognier, Chardonnay και Sauvignon Blanc, αλλά και τις ερυθρές Λημνιό, η οποία επικρατεί, Μαυροτράγανο, Μαυρούδι και Syrah να καλύπτουν την υπόλοιπη έκταση Προνομιακός αμπελότοπος, η περιοχή της Επανομής, που σχηματίστηκε από αρχαίες θαλασσινές προσχώσεις και ευνοείται από ένα μόνιμο δροσερό ρεύμα αέρα, καλλιεργήθηκε συνεχώς, για πολλές εκατοντάδες χρόνια.  Ώσπου το 1918 τα γαλλικά στρατεύματα, τα οποία στρατοπέδευαν εδώ στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετέφεραν τη φυλλοξήρα που κατέστρεψε τους αμπελώνες και οδήγησε στην εγκατάλειψή τους. Η αναγέννηση ξεκίνησε από το Κτήμα Γεροβασιλείου, με περίπου 20 μικρούς ή μεγαλύτερους οινοποιούς να δραστηριοποιούνται πλέον εδώ. Tα κρασιά του Κτήματος, που δέχονται τις πιο εκλεπτυσμένες οινοποιητικές φροντίδες (ανοξείδωτες δεξαμενές, ξύλινες δεξαμενές, δρύινα βαρέλια και αμφορείς) ξεχωρίζουν για την ισχυρή και αναγνωρίσιμη προσωπικότητά τους. Αν έπρεπε να επιλέξω, θα στεκόμουν στο κλασικό Λευκό Κτήμα Γεροβασιλείου, που παντρεύει τη Μαλαγουζιά με το Ασύρτικο και έχει δημιουργήσει σχολή, στη μονοποικιλιακή Μαλαγουζιά και τα ερυθρά Avaton και Evangelo.

Το επισκέψιμο Μουσείο Οίνου, μακράν το πληρέστερο και καλύτερα οργανωμένο στην Ελλάδα, περιλαμβάνει περίπου 3.000 ανοιχτήρια κάθε είδους, χρήσης και εποχής, αλλά και σπάνια αντικείμενα που σχετίζονται με την παραγωγή και την απόλαυση του κρασιού, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, ενώ εντυπωσιακή είναι η συλλογή έργων τέχνης Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, τα οποία εκτίθενται όχι μόνο στους εσωτερικούς χώρους του οινοποιείου, αλλά και μέσα στους αμπελώνες.

ΟΙΝΟΠΟΙΙΑ ΚΕΧΡΗΣ

— Η οινοποιία Κεχρής στο Καλοχώρι, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, έχει συνδέσει το όνομά της με την «αποκατάσταση της τιμής και της υπόληψης» της Ρετσίνας. Πραγματικά, όταν ο Στέλιος Κεχρής, μετά τις οινολογικές σπουδές του στη Γαλλία, αναλαμβάνει το 1984, τα ηνία της οικογενειακής οινοποιίας-ποτοποιίας, που ήδη μετρά αρκετά χρόνια λειτουργίας, θέτει ως στόχο να αποδείξει πως το παρεξηγημένο αυτό ελληνικό κρασί δεν υστερεί σε τίποτε από τα υπόλοιπα της αγοράς. Με πολλούς πειραματισμούς και φροντίδα, τόσο στο αμπέλι όσο και στο οινοποιείο, μεταμορφώνει το Κεχριμπάρι στην πρώτη Ρετσίνα που βραβεύεται σε διεθνείς διαγωνισμούς οίνου. Το 2005 η προσπάθειά του Στέλιου Κεχρή, ο οποίος πλέον στηρίζεται εκτός από τη σύζυγό του Κωνσταντία και από τις τρεις κόρες τους, κορυφώνεται με το Δάκρυ του Πεύκου, μια εντυπωσιακή Ρετσίνα από Ασύρτικο, με ζύμωση και ωρίμαση σε δρύινο βαρέλι. Η κομψή προσωπικότητα, η διακριτική παρουσία ρετσινιού, τα πολύπλοκα αρώματα στη μύτη και το δροσερό αλλά γεμάτο στόμα με το επίμονο τελείωμα, του χαρίζουν γρήγορα την αναγνώριση και το κατατάσσουν, κατά τη γνώμη μου, στους πρεσβευτές του ελληνικού αμπελώνα.

Εκτός όμως από τις Ρετσίνες, στις οποίες περιλαμβάνονται η έξοχη ροζέ εκδοχή Ρόζα και η διακριτικά αφρώδης «Αφρός», η οικογένεια Κεχρή προτείνει και δύο πολύ ενδιαφέρουσες σειρές κρασιών σε λευκό, ροζέ και κόκκινο, τις Γένεσις και 4η Διάσταση, με την πρώτη να διαθέτει, εκτός των άλλων, και μια εξαιρετική σχέση τιμής/ποιότητας. Τέλος, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τα λικέρ Κράνο και Καρυδάκι που παράγει η οικογένεια από φρέσκα φρούτα, χωρίς χρωστικές και πρόσθετα, με το σήμα Doriki. Το όμορφο οινοποιείο είναι επισκέψιμο και αξίζει να πάει κανείς και μόνο για να απολαύσει τον Στέλιο Κεχρή να μιλάει με πάθος για την τέχνη της Ρετσίνας.

ΚΤΗΜΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗ

— Στο ημιορεινό χωριό Ασκός, στις ανατολικές απολήξεις του Βερτίσκου και λίγα χιλιόμετρα από τις όχθες της λίμνης Μεγάλης Βόλβης, ο γεωπόνος Θανάσης Αρβανιτίδης και ο αδελφός του Γιώργος έστησαν από το 1999 το μικρό, αλλά καλά εξοπλισμένο οινοποιείο τους αναβιώνοντας παράλληλα και έναν παλιό οικογενειακό αμπελώνα. Με τα χρόνια ο αμπελώνας επεκτάθηκε φτάνοντας στα 70 στρέμματα, φυτεμένα τόσο με ελληνικές όσο και κοσμοπολίτικες ποικιλίες σταφυλιού, όπως το Ασύρτικο, η Μαλαγουζιά και το Ξινόμαυρο, το Chardonnay, το Cabernet Sauvignon, το Merlot και το Syrah. Οι περισσότερες από αυτές οινοποιούνται με φροντίδα και δεξιοτεχνία σε μονοποικιλιακές εκδοχές, που ξεχωρίζουν για την καθαρότητα και την εκφραστικότητά τους. Αγαπάμε ιδιαίτερα τη φινετσάτη Μαλαγουζιά, το ισορροπημένο Ασύρτικο και το νεανικό Chardonnay δεξαμενής, ενώ δύσκολα αντιστεκόμαστε στη γοητεία του ροζέ Ξινόμαυρου ή του ερυθρού Merlot.

Το Κτήμα υποδέχεται με χαρά επισκέπτες, αρκεί να έχει προηγηθεί τηλεφωνική συνεννόηση. Η ξενάγηση και η δοκιμή των κρασιών με την καθοδήγηση του πληθωρικού Θανάση Αρβανιτίδη είναι μια ευχάριστη εμπειρία, αλλά μπορεί να μην είναι η μόνη, μια και η περιοχή φημίζεται για τα εξαιρετικά κρέατα και τα τυριά της, ιδιαίτερα το Κασέρι ΠΟΠ Σοχού.

ΚΤΗΜΑ ΚΑΜΑΡΑ

— Τι μπορεί να κάνει άραγε έναν αστό, χημικό μηχανικό και πετυχημένο επιχειρηματία ιατρικών μηχανημάτων στη Θεσσαλονίκη, να εγκαταλείψει τα πάντα και να γίνει αμπελουργός – οινοποιός; Ο Δημήτρης Κιουτσούκης, η σύζυγός του Ελευθερία και τα πέντε παιδιά τους δίνουν τη δική τους απάντηση: «Η αγάπη για τη φύση και η κούραση από τη φασαρία της πόλης». Από το 2007 αρχίζουν να φυτεύουν αμπέλια σε μια περιοχή βόρεια της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στα χωριά Δρυμός και Νέα Σάντα, που φημιζόταν από παλιά για τα κρασιά της. Προτιμούν τις ελληνικές ποικιλίες σταφυλιού, όπως το Ξινόμαυρο, το Λημνιό, τη Μαλαγουζιά, το Ασύρτικο, τον Ροδίτη και άλλες, δημιουργώντας προοδευτικά έναν όμορφο αμπελώνα 110 στρεμμάτων σε πλαγιές. Το 2010 χτίζεται και το οινοποιείο δίπλα στα αμπέλια και παρουσιάζονται οι πρώτες ετικέτες κρασιών. «Αισθάνομαι ότι πραγματοποιώ το όνειρο του παππού μου, που ήρθε πρόσφυγας από την Ανατολική Ρωμυλία φέρνοντας μαζί του μόνο τη γνώση και την αγάπη του για το αμπέλι και το κρασί», εξηγεί ο Δημήτρης Κιουτσούκης.

Βιοδυναμική καλλιέργεια των αμπελώνων με στόχο την περμακουλτούρα, ιθαγενείς ζύμες στην οινοποίηση, ελάχιστες παρεμβάσεις, αμφορείς και βαρέλια, απουσία φιλτραρίσματος, όλα συνδυάζονται για να δώσουν κρασιά με ισχυρή προσωπικότητα και καθαρό ποικιλιακό αποτύπωμα, που αξίζει κανείς να αναζητήσει και να ανακαλύψει. Άλλωστε δεν θα δυσκολευτεί να τα αναγνωρίσει στο ράφι χάρη στις ζωηρές και παιχνιδιάρικες ετικέτες τους.

ΟΙΝΟΙ ΑΔΑΜ

— Στο χωριό Αδάμ, 45 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, στα όρια με τη Χαλκιδική, εκεί που φτάνουν οι ανατολικές πλαγιές του Χορτιάτη, η οικογένεια του Δημήτρη Μαστοργιάννη και ο φίλος τους Νίκος Αστεριάδης δημιούργησαν τον δικό τους αμπελώνα, με στόχο να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες της περιοχής για την παραγωγή ποιοτικών κρασιών. Οι πρώτες φυτεύσεις ξεκίνησαν το 2004 με βάση το ερυθρό Refosco, για να ακολουθήσουν η Μαλαγουζιά, το Chardonnay, το Merlot, το Cabernet Sauvignon και αργότερα το Ασύρτικο και το Λημνιό, με τον αμπελώνα σήμερα να φτάνει στα 80 στρέμματα. Η πρώτη ετικέτα τους παρουσιάστηκε στην αγορά το 2010, ένα μονοποικιλιακό Refosco που άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Από το 2022 ξεκίνησε η κατασκευή του οινοποιείου τους -ένα μικρό όμορφο κτίριο, στην κορυφή του λόφου που δεσπόζει ανάμεσα στα αμπέλια- το οποίο πιστεύουν ότι θα είναι έτοιμο για να υποδεχτεί τον τρύγο του 2025. Και όχι μόνο τον τρύγο, αλλά και επισκέπτες, καθώς υπολογίζουν πολύ στον οινοτουρισμό.

Χρησιμοποιώντας μόνο σταφύλια από τα χαμηλής στρεμματικής απόδοσης αμπέλια τους, ώστε να έχουν πλήρη έλεγχο, προτείνουν, για την ώρα, έξι καλοφτιαγμένα κρασιά, κυρίως μονοποικιλιακά, με προεξάρχον φυσικά το Refosco, που στη σοδειά του 2017 εμφανίζεται με πλούσιο μπουκέτο φρούτων και μπαχαρικών και με σαρκώδες, ισορροπημένο στόμα. Μας άρεσαν ακόμα η φινετσάτη Μαλαγουζιά τους, το μάλλον δυσεύρετο Cabernet Sauvignon και το Mare, ένα ενδιαφέρον ροζέ, από τον ασυνήθιστο συνδυασμό Μαλαγουζιάς και Refosco.

Φωτογραφίες: Όλγα Δεϊκου

                    array(0) {
}