Το συνάντησα όπου κι αν σταμάτησα για φαγητό σε αυτές τις εξουθενωτικά πολύωρες διαδρομές στο κακοτράχαλο οδικό δίκτυο του αιθιοπικού Νότου. Από τα καφενεία στην άκρη του δρόμου, στα εστιατόρια των ξενοδοχείων, σε μπαρ, στα σπίτια που με κάλεσαν για φαγητό. Έχει σπογγώδη νωπή υφή, μοιάζει περισσότερο με κρέπα ή λεπτή πίτα και είναι το βασικό συστατικό της καθημερινής διατροφής: το πρωινό, το δεκατιανό, το μεσημεριανό και το βραδινό του κάθε Αιθίοπα.
Φτιάχνεται από teff, ένα αρχαίο σιτηρό που ευδοκιμεί στην Αιθιοπία, μοιάζει με κεχρί, δεν περιέχει γλουτένη και είναι πλούσιο σε σίδηρο, πρωτεΐνες και ασβέστιο, ενώ λόγω του μικρού μεγέθους των καρπών του (3.000 σπόροι teff ζυγίζουν 1 γραμμάριο) μαγειρεύεται γρήγορα και εύκολα – κάποια δημοσιεύματα στην Αμερική μιλούν ήδη για το νέο super food (που είναι «η νέα κινόα» που ήταν «το νέο σιτάρι»). Για να φτιάξουν την injera, ανακατεύουν με νερό το αλεύρι από teff, το αφήνουν να ζυμωθεί φυσικά για 3-5 ημέρες και στη συνέχεια το ψήνουν σε λεπτές κυκλικές επιφάνειες πάνω σε -συνήθως- ανοιχτή φωτιά. Όταν είναι έτοιμη, την αφήνουν να κρυώσει, την τοποθετούν σε ένα ψάθινο στρογγυλό καλάθι (mesab) και γεμίζουν την επιφάνειά της με μια ποικιλία παραδοσιακών φαγητών σε μικρές ποσότητες: doro wat (κομματάκια κοτόπουλο με βραστά αυγά, πάστα τομάτας και κρεμμύδια, βούτυρο και berbere, το κλασικό αιθιοπικό μιξ μπαχαρικών που βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πιάτο), yemisir wat (κόκκινες πικάντικες φακές), tibs (κομμάτια κρέατος, συνήθως αρνί ή μοσχάρι, που σοτάρονται σε πήλινο σκεύος με βούτυρο, κρεμμύδια και σκόρδο) και shiro de kibbe, μια πικάντικη πάστα από αλεσμένα φασόλια και ρεβίθια μαζί με ντομάτα βούτυρο και μπαχαρικά.
Για να φάνε το πιάτο, δεν χρησιμοποιούν μαχαιροπίρουνα, αλλά κόβουν ένα κομμάτι injera και με γρήγορες επιδέξιες κινήσεις πιάνουν μερικές μπουκιές φαγητό ανάμεσα στα χέρια τους, χωρίς, ωστόσο, να πολυλερωθούν (αυτό δεν ισχύει για τους μη εξοικειωμένους τουρίστες βέβαια).