Τα συνδυάζει όλα, βουνό, θάλασσα, φαράγγια, ποτάμια και λίμνες. Αρχαιότητες αλλά και μοντέρνα μουσεία, μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες και αγροτουρισμό. Αυτό το μακρόστενο κομμάτι γης τα έχει όλα ή σχεδόν όλα. Και επειδή καλοκαιράκι έρχεται και όλο και κάποιοι θα έρθετε στα μέρη μου, ξεκινάω να σας γράψω για την Κρήτη των αντιθέσεων και της απαράμιλλης ομορφιάς. Για την Κρήτη του καλού φαγητού και τις φιλοξενίας.
Πρώτη στάση Ρέθυμνο, ένα εστιατόριο και μία ταβέρνα. Το ένα στη θάλασσα και το άλλο στο βουνό, σαν τον γλάρο με τον αετό ένα πράγμα. Το Cavo πάνω στα βράχια του Κρητικού πελάγους με θέα τη Φορτέτζα, μοιάζει σαν το παλάτι του Ποσειδώνα, τοποθετημένο αμφιθεατρικά να το αγγίζει το θαλασσινό αεράκι και το κύμα. Λες και είναι γλάρος, που έχει κάτσει να ξεκουραστεί από το μακρινό του ταξίδι στα βράχια του Ρεθύμνου. Και η Αψίδα στις πλαγιές του όρους Κέδρους και με θέα τον Ψηλορείτη, στο χωριό Γερακάρι. Με τις 101 πηγές, που μία από αυτές είναι η πηγή της νεότητας. Και με τις αμέτρητες κερασιές, όπου αν βρεθείς Άνοιξη μοιάζει σαν πίνακας Γιαπωνέζικου τοπίου. Λες και είναι αετός το ταβερνάκι, που έχει κάνει στη κορφή τη φωλιά του και προστατεύει τα αετόπουλα του. Ένα-ένα, να τα βάζουμε σε σειρά!
Cavo Rethymno
Το μενού επιμελείται ο καταξιωμένος και πεντανόστιμος, κατά κοινή ομολογία, σεφ Μιχάλης Ντουνέτας, ο οποίος έχει στηρίξει τα πιάτα του στην άριστη κρητική πρώτη ύλη και στην απλότητα. Με το που ήρθε το καλωσόρισμα, κατάλαβα ότι ο σεφ έχει μπει για τα καλά σε κρητικό ρυθμό, ένας προσεγμένος ντάκος με άριστο ελαιόλαδο και με τη συνοδεία ζεστού, αχνιστού θα έλεγα ψωμιού, εμφανίστηκε στο τραπέζι και εξαφανίστηκε από τους συνδαιτυμόνες μου ως δια μαγείας! Έπρεπε να οριοθετηθώ. «Λοιπόν, δεν αγγίζουμε τα πιάτα αν δεν τα φωτογραφίσω!». Ο ιδιοκτήτης Νίκος Κεχαγιαδάκης ήρθε στο τραπέζι μας. Μέσα από την ολιγόλεπτη συζήτηση κατάλαβα ότι αυτός ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει ένα χώρο που θέλει να τον ευχαριστηθούν όλοι. Όχι μόνο λίγοι. Θέλει να βλέπει τραπέζια με μεζεδάκια και φίλους να απολαμβάνουν την παγωμένη μπιρίτσα τους, μία παρέα που θέλει να απολαύσει το απογευματινό ουζάκι της, τους ψαροφαγάδες τους κρεατοφάγους, τους vegeterians. Όλους τους καλοφαγάδες! Μία ανοιχτή αγκαλιά ο Νίκος σαν το μαγαζί του.
Τι δοκιμάσαμε: Μπρουσκέτες με γαύρο, ντομάτα, γαλομυζήθρα, ρόκα και παρθένο ελαιόλαδο αρωματισμένο με ρίγανη. Αν και πολύ ζουμερό, αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι το ψωμί ήταν τόσο καλά φρυγανισμένο που δεν πότισε από το ζουμί της ντομάτας και μετά από 10 λεπτά που το είχα στο πιάτο μου.
Καρπάτσιο από βοδινό κόντρα φιλέτο με φλοίδες γραβιέρας, μαριναρισμένα μανιτάρια, φρέσκιες και λιαστές ντομάτες, λαχανικά, τζελ λεμονιού και αρωματικά. Αν και στο μενού δεν έγραφε ότι το πιάτο είχε τρούφα, ήταν τόσο σωστή η ποσότητα της, που αρωμάτιζε όλο το πιάτο χωρίς να σκεπάζει τις υπόλοιπες γεύσεις. Από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει. Χειροποίητη χορτόπιτα, άγρια χόρτα με παγωτό φέτας και λάδι άνηθου. Τραγανό φρέσκο χειροποίητο φύλλο, χορταρικά της άγριας Κρητικής φύσης, μυριστικά και βοτάνια. Το παγωτό φέτας, ήταν πολύ ευχάριστη έκπληξη. Απόλαυστική και κρατσανιστή.
Μίνωας και Καίσαρας η κρητική Ceasar’s με γαρίδες, απάκι, κρουτόν από χωριάτικο ψωμί και παλαιωμένη γραβιέρα έλεγε το μενού! Εγώ θα συμπληρώσω πολύ νόστιμη συνεύρεση όλων των υλικών μέσα στο πιάτο. Λιγκουίνι με φρέσκο αχινό. Το μόνο που θέλω να γράψω γι’αυτό το πιάτο είναι «!!!!!!!». Και δύο εξαιρετικά επιδόρπια, ένα κρεμέ bitter με μους σοκολάτας γάλακτος (μην ξεχάσεις να το παραγγείλεις) και ένα μοντέρνο εκμέκ με σιροπιασμένο τσουρέκι, παγωτό καϊμάκι και γλυκό κουταλιού βύσσινο (επίσης μην ξεχάσεις).
Και τώρα ήρθε η ώρα να πάρω τα βουνά…
Στην Αψίδα βρέθηκα μια βροχερή μέρα. Είχα πάει με τον ιδιοκτήτη της Βαγγέλη Γενεράλη να μου δείξει την άγρια τουλίπα της Κρήτης, που ανθίζει στο Γιους Κάμπο και είναι ενδημικό είδος. Αφού βραχήκαμε μέχρι το κόκκαλο μου είπε:
-Δεν πάμε μέχρι την Αψίδα να ψήσεις τίποτα να φάμε;
-Και δεν πάμε! (Του απάντησα)
Μπήκα στη κουζίνα και μαρινάρισα λίγα πανσετάκια, τηγάνισα πατάτες και έπιασα την κουβέντα με τον μάγειρα του μαγαζιού που και αυτός ασχολιόταν εκείνη την ώρα με τα υπόλοιπα που θα έμπαιναν στο τραπέζι μας, έναν νέο άνθρωπο με τεράστιο πάθος για την κρητική κουζίνα και τα προϊόντα του τόπου μας. Τον Γιώργο Παπαγιαννάκη, που πήρε τη γυναίκα και τα κοπέλια του, όπως μου είπε και επέστρεψε στο χωριό για να μαγειρεύει παραδοσιακά. Η Αψίδα ό,τι παράγει μαγειρεύει και ό,τι δεν παράγει το παίρνει από μικρούς παραγωγούς του ίδιου του χωριού ή των γύρω χωριών. Έχουν αρνάκια και κατσικάκια, οπότε τυροκομούν μόνοι τους. Τι άλλο να σας πω; Έφαγα κοτόπουλο κοκκινιστό με μπάμιες, αρνί με σταμναγκάθι και αγκινάρες, κοιλιδάκια από αρνάκια γάλακτος με φρέσκια ντομάτα, κατσικάκι με φασολάκια και γραβιέρα δική τους! Πολύ γραβιέρα! Ήταν όλα καλοψημένα και νόστιμα!
Στο βουνό ή στη θάλασσα, στο γλάρο ή στον αετό, ένα είναι σίγουρο και κοινό στοιχείο και των δύο. Άριστη κρητική πρώτη ύλη, αγάπη για τη νοστιμιά και σεβασμός για τους ανθρώπους που περνούν την πόρτα τους. Ένιωσα και στα δύο μαγαζιά, κάτι που δεν μπορώ να συνηθίσω και πάντα με εντυπωσιάζει σε αυτόν τον τόπο. Αυτή την πηγαία κρητική φιλοξενία, που δεν έχει φιοριτούρες και περιττά στολίδια, μόνο ξεκάθαρα βλέμματα και καλή τσικουδιά.