Μέσα στα μισά του καλοκαιριού, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε λιγάκι για το υπερ-φαγητό της μεσογειακής κουζίνας, τις μπάμιες με κοτόπουλο στο φούρνο. Γι’ αυτό το φαγητό που αποτελεί θαύμα της χημείας, σε κάθε βήμα της συνταγής. Από το μούλιασμα των μπάμιων ώς το ψήσιμο του κοτόπουλου, εκτυλίσσονται δεκάδες αντιδράσεις που καθορίζουν τα εξαιρετικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του. Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τυχών προκαταλήψεις και ας ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι της επιστήμης πίσω από αυτό το γευστικό αυτό πιάτο.

Η πρώτη ύλη και τα μικρά διατροφικά διαμάντια

Οι μπάμιες είναι ένα από τα πιο «παραγκωνισμένα» λαχανικά της ελληνικής κουζίνας. Παρότι είναι πλούσιες σε βιταμίνες C και K, φυτικές ίνες, φολικό οξύ, κάλιο και αντιοξειδωτικές φαινολικές ενώσεις, κρύβουν μία παγίδα, την περιβόητη βλέννα τους, που μπορεί να μετατρέψει το πιάτο μας σε δυσάρεστα κολλώδες. Παρ’ όλα αυτά, σε συνδυασμό με το κοτόπουλο, μια εξαιρετική πηγή πρωτεΐνης υψηλής βιολογικής αξίας, σεληνίου, ψευδαργύρου και βιταμινών του συμπλέγματος Β, συνθέτουν ένα ισορροπημένο πιάτο, ιδανικό για όσους αναζητούν θρεπτική πυκνότητα και πλούσιες γεύσεις.

 

Η πρόκληση της βλέννας

Η χαρακτηριστική γλοιώδης υφή των μπάμιων οφείλεται σε ένα σύμπλεγμα υδατοδιαλυτών πολυσακχαριτών (D-γαλακτόζη, L-ραμνόζη και γαλακτουρονικό οξύ), που εκκρίνονται όταν χαραχθεί ή βραχεί το λαχανικό. Αυτές οι ενώσεις λειτουργούν ως φυσικά πηκτικά μέσα, με υψηλή βιολογική αξία για τον οργανισμό, καθώς ρυθμίζουν τη χοληστερόλη και την πέψη, αλλά γαστρονομικά συνήθως θεωρούνται ανεπιθύμητες, γιατί θολώνουν τη σάλτσα και αλλοιώνουν την υφή.

Γι’ αυτό, το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας του πιάτου μας, είναι κρίσιμο. Καθαρίζοντας τις μπάμιες προσεκτικά, χωρίς να χαράξουμε το εσωτερικό τους, ώστε να τις προστατεύσουμε από πρόωρη έκκριση βλέννας. Αμέσως μετά τις μουλιάζουμε σε ξίδι ή λεμόνι για περίπου 20–30 λεπτά. Το όξινο περιβάλλον αλλάζει το pH της επιφάνειας και αρχίζει να διασπά τους πολυσακχαρίτες, μειώνοντας τη γλοιώδη υφή που προκαλούν. Το ξίδι επίσης περιορίζει τις ενζυμικές οξειδώσεις αμαύρωσης, αλλά και προλαμβάνει ανεπιθύμητες πικρές νότες στη γεύση.

Η επιστήμη εδώ είναι ξεκάθαρη: το οξικό οξύ από το ξίδι αποδυναμώνει τα πολυμερή που συγκρατούν τη βλέννα, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνει μικροοργανισμούς και ενυδατώνει την επιφάνεια. Αυτό το στάδιο αποτελεί το μυστικό για τραγανές και λαχταριστές μπάμιες με όμορφο χρώμα.

Η μαγεία του σοταρίσματος 

Το επόμενο στάδιο είναι το σοτάρισμα του κοτόπουλου και των λαχανικών. Όταν το κοτόπουλο έρθει σε επαφή με την καυτή λιπαρή ύλη, η εξωτερική του επιφάνεια υποβάλλεται σε αντιδράσεις Maillard, μια σειρά από μη ενζυμικές αντιδράσεις μεταξύ αμινοξέων και σακχάρων, που δημιουργούν χιλιάδες αρωματικές και γευστικές ενώσεις, δίνοντας πλούσιο καστανό χρώμα και χαρακτηριστικό άρωμα που κάνει να «μας τρέχουν τα σάλια».

Η ίδια λογική ισχύει και για το κρεμμύδι και το σκόρδο όταν σοτάρονται, τα φυσικά τους σάκχαρα καραμελώνουν και προσδίδουν γλυκιά γεύση στη βάση της σάλτσας μας. Οι μπάμιες, από την πλευρά τους, όταν σοταριστούν ελαφρά, αποκτούν μια ελαφρώς «σφραγισμένη» επιφάνεια, που περιορίζει την περαιτέρω έκκριση βλέννας.

Η σάλτσα, οξύτητα και ισορροπία

Η σάλτσα με ντομάτα, ζάχαρη, δάφνη και λίγη γλυκιά πάπρικα είναι γευστική, αλλά και επιστημονικά στοχευμένη. Η ντομάτα, όξινη κι αυτή, συνεχίζει να περιορίζει την έκκριση βλέννας από τις μπάμιες. Οι φαινολικές ενώσεις της ντομάτας και των μπάμιων αλληλοεπιδρούν, ενισχύοντας τα αντιοξειδωτικά οφέλη και το γευστικό προφίλ.

Η ζάχαρη εξισορροπεί την οξύτητα και ενισχύει τις αντιδράσεις καραμελοποίησης των λαχανικών, ενώ το κρασί, αν χρησιμοποιηθεί, προσφέρει αρωματικές ενώσεις και ελαφριά οξύτητα που ολοκληρώνουν το προφίλ της σάλτσας.

Το ψήσιμο: Στο σταυροδρόμι θερμότητας και χημείας

Το αργό ψήσιμο σε λαδόκολλα ή σε γάστρα βοηθάει στο να ενωθούν όλα τα επιμέρους συστατικά, επιτρέποντας στις γεύσεις να δέσουν. Οι μπάμιες διατηρούν σε μεγάλο βαθμό το χρώμα τους, καθώς η μέθοδος αυτή αποτρέπει την υπερβολική οξείδωση, η οποία προκαλεί κιτρίνισμα. Ωστόσο, η παρατεταμένη θέρμανση μειώνει, εν μέρει, την περιεκτικότητα σε ευαίσθητα θρεπτικά συστατικά, όπως το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C), ενώ ενισχύει τη γλυκύτητα, καθώς οι πολυσακχαρίτες υδρολύονται.

Οι φαινολικές ενώσεις υφίστανται μερική αποικοδόμηση, αλλά το ψήσιμο εν γένει αποτελεί ευνοϊκότερη μέθοδο μαγειρέματος σε σχέση με άλλες (π.χ. βράσιμο σε νερό), γιατί διατηρείται καλύτερα η υφή και το χρώμα και περιορίζεται η διάχυση των υδατοδιαλυτών θρεπτικών συστατικών.

Μικρά μυστικά για τέλεια αποτελέσματα

Η εμπειρία αλλά και η επιστήμη μάς διδάσκουν ότι κάποια μυστικά μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Το να μαρινάρουμε το κοτόπουλο σε λίγο βαλσαμικό ξίδι, πριν το σοτάρισμα, όχι μόνο βελτιώνει τη γεύση, αλλά προάγει και τη δημιουργία πιο τραγανής κρούστας. Οι μπάμιες ωφελούνται από ένα ελαφρύ τηγάνισμα, προτού μπουν στη σάλτσα, ώστε να «στεγνώσουν» λίγο και να αποκτήσουν καλύτερη υφή. Επίσης, το να μαγειρευτούν σε μικρές ποσότητες στο ταψί βοηθά στη διατήρηση της υψηλής θερμοκρασίας και αποτρέπει το βράσιμο που φέρνει την έκκριση περισσότερης βλέννας.

Μπάμιες, μικρές και πολύτιμες

Πέρα από την πολυπλοκότητα της μαγειρικής τους, οι μπάμιες είναι πραγματικά μια τροφή υψηλής διατροφικής πυκνότητας. Οι φυτικές τους ίνες βελτιώνουν την υγεία του εντέρου και ρυθμίζουν τα επίπεδα σακχάρου και χοληστερόλης. Οι αντιοξειδωτικές τους ενώσεις προστατεύουν από το οξειδωτικό στρες και τις φλεγμονές. Και, σε συνδυασμό με το κοτόπουλο, δίνουν ένα πιάτο πλούσιο σε πρωτεΐνες, με χαμηλά κορεσμένα λιπαρά και υψηλή θρεπτική πυκνότητα.

Επιστήμη και γεύση στο ίδιο τραπέζι

Οι μπάμιες με κοτόπουλο δεν είναι, λοιπόν, μια «απλή συνταγή». Είναι η τέλεια ευκαιρία να συνδέσουμε την επιστήμη των τροφίμων με τη γαστρονομική παράδοση μας. Επιλέγοντας σωστές, σφιχτές μπάμιες, προετοιμάζοντάς τες με φροντίδα, σεβόμενοι τις θερμοκρασίες και το χρόνο, μπορούμε να φτιάξουμε ένα πιάτο που σέβεται τη γαστρονομική μας κληρονομιά και τις οργανοληπτικές προσλαμβάνουσες που είχαμε από το κυριακάτικο τραπέζι των παιδικών μας χρόνων.