Θαυμάζω τα μαγαζιά που ρισκάρουν και ανοίγουν σε γειτονίες εκτός πιάτσας, κάπως ξεχασμένες, που δεν έχουν να προσφέρουν πολλά στον τομέα της εξόδου. Πέρα από το ρίσκο, δείχνει και μια αυτοπεποίθηση σε αυτό που πάνε να κάνουν. Και όπως λέει και η γενιά Ζ «τους το δίνω». Αυτό συμβαίνει και με την Ταβέρνα των Φίλων, στο Κολωνό. Όταν άνοιξαν, περίπου πριν από ένα χρόνο δεν νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί που θα πίστευαν ότι μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα όλη η Αθήνα θα ψάχνει να κλείσει τραπέζι εκεί. Ίσως να σας ακούγομαι λίγο υπερβολικός, όμως έτσι έγινε. Και δεν ήταν ένα πυροτέχνημα που έσκασε και τελείωσε, γιατί ένα χρόνο μετά η δυσκολία το να κλείσει κανείς τραπέζι, εξακολουθεί να υπάρχει. Βέβαια σε αυτό συμβάλει το γεγονός ότι οι ιδιοκτήτες του, o Γιάννης Μούσιος και ο Γιώργος Κοντορίζος, δεν έχουν αυξήσει τα τραπέζια, ενώ θα μπορούσαν. Έχουν τόσα όσα ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν τους επισκέπτες τους όπως έχουν επιλέξει: σαν φίλους.
Η ιστορία της ταβέρνας, παλιά και χιλιοειπωμένη. Αφήστε που δεν θα πάτε μέχρι εκεί για αυτήν. Αλλά για την ατμόσφαιρα που έχουν φτιάξει οι άνθρωποι της και φυσικά για το φαγητό που προσφέρει. Που ναι μεν είναι φαγητό ταβέρνας αλλά με μια τσαχπινιά και μια πιο σύγχρονη ματιά. Μια βερσιόν της ζεστής, φιλικής, γνώριμης κουζίνας που όμως έχει κάτι να πει και να κάνει την έκπληξη. Όπως για παράδειγμα ο ταραμάς που εκείνη την ημέρα που βρέθηκα σερβιριζόταν με τραγανό, αρκετά όξινο σταμναγκάθι που χάριζε σπιρτάδα στο πιάτο. Ή η αγγουροντομάτα που τα συστατικά της είχαν ελαφρώς περάσει από τα κάρβουνα και συνοδεύονταν με ξινοτύρι Κιμώλου.
Φωτογραφίες: Βασίλης Δημαράς
Η απλότητα της κουζίνας που όμως δεν στερείται νοστιμιάς φαίνεται και στην ωραία ρεβιθάδα που περιέχει ταχίνι και αρκετό δενδρολίβανο. Το ίδιο συμβαίνει και με τις χυλοπίτες με τα άγρια μανιτάρια και το πρόβειο κεφαλοτύρι. Ένα ζεστό, κυριακάτικο φαγητό που χαίρεσαι να το μοιράζεσαι και να το απολαμβάνεις. Φυσικά ήθελαν το πιπέρι τους για να γίνουν λίγο πιο νόστιμες. Βαθιά νοστιμιά είχε και η γίδα με το γιουβέτσι, που το κρέας έλιωνε σε κάθε πιρουνιά. Ζητούσε λίγο επιπλέον τριμμένο τυρί αλλά και χωρίς αυτό, ήταν από τα πιάτα που θα παράγγελνα και την επόμενη φορά, αν υπήρχε στο κατάλογο. Και το αναφέρω αυτό, γιατί ο κατάλογος αλλάζει σχεδόν καθημερινά ανάλογα με το βρίσκουν στην αγορά και τις ορέξεις του Γιάννη, ο οποίος είναι εκείνος που επιμελείται την κουζίνα.
Φωτογραφία: Βασίλης Δημαράς
Νόστιμη ήταν και η «πανσέτα» τόνου με τα σέσκουλα και το έντονο λαδολέμονο. Ψημένη λίγο παραπάνω για τα δικά μου γούστα, όμως κρατούσε αυτό το ωραίο λιπαρό στοιχείο του τόνου που πρόσθετε μια γοητεία στο πιάτο. Από την άλλη τα χορταρικά, ελαφρώς βρασμένα, ολοκλήρωναν με τον καλύτερο τρόπο το ψάρι.
Οι δυνατές κουβέντες και τα γέλια κάλυπτα την μουσική που στο φόντο άπλα έδινε έναν χαλαρό τόνο. Δύο τραπέζια πιο δίπλα, γιόρταζαν τα γενέθλια κάποιου, όμως η τούρτα μοιράστηκε σε όλο το μαγαζί. Γιατί θέλετε δεν θέλετε εδώ γίνεστε κατά κάποιον τρόπο μέρος μιας μεγάλης παρέας. Αυτής της παρέας των φίλων που έρχονται να απολαύσουν ένα χαλαρό βράδυ και καλό φαγητό.
info
Άργους 66, Κολωνός, τηλ. 2105127506