Αν έσπαγε ο διάβολος το ποδάρι του και μια φορά βρισκόμουν απ’ την άλλη πλευρά του χαρτιού· αν ας πούμε ήμουν λογοτεχνικός ήρωας αντί για γραφιάς, θα ήθελα να είμαι ο Πεπόνε. Ξέρετε ποιος. Ο γνωστός κομμουνιστής δήμαρχος σ’ εκείνο το μικρό χωριό της Ιταλίας, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, που εμπλέκεται σε ατέρμονες φιλοσοφικές συζητήσεις με τον Ντον Καμίλο, έναν ιερέα που αναγνωρίζει στον ιδεολογικό του αντίπαλο αυτό που χαρακτηρίζει όλους τους καλούς ανθρώπους: διαφορετική μεν αφετηρία, αλλά κοινό στόχο. Ο παπάς του Τζοβανίνο Γκουαρέσκι είναι λογομάχος και αψύς. Ταυτόχρονα όμως είναι ευθύς, προσιτός και ανθρώπινος. Δεν θεολογεί εξ άμβωνος. Ανασκαλίζει τα ψυχικά χαρίσματα του συνομιλητή του, αυτού του άθεου και αντιδραστικού επαναστάτη, γιατί ο Θεός του είναι, πάνω απ’ όλα, αγάπη.
Τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο τον Β’ τον γνώριζα μόνον από το έργο του· και από μια αγαπημένη φίλη που τον εκτιμάει βαθύτατα. Η αφορμή για να τον συναντήσουμε από κοντά ήταν το ταξίδι μας στην Αλεξάνδρεια και το μοναστηριακό γεύμα που ζητήσαμε να παρευρεθούμε. Το αίτημά μας έγινε αμέσως δεκτό, χωρίς περιπλοκές και πρωτόκολλα: «Αν θέλετε, μπορούμε αύριο να φάμε μαζί κατά τη μία. Μόνο που το τραπέζι μας θα είναι νηστίσιμο» μας είπε στο τηλέφωνο ο επίτροπος Δαμασκηνός. Κι έτσι, νωρίς το μεσημέρι της 8ης Μαρτίου, μεσούσης της Σαρακοστής, βρεθήκαμε να τρώμε με τον προκαθήμενο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας τα νηστίσιμα της Μαριάμ, που επί 37 χρόνια μαγειρεύει στη διπλανή της τραπεζαρίας κουζίνα.
Δεν ήταν η κοινή μας καταγωγή. Ούτε οι κοινές μας παραστάσεις από την Κρήτη (μια και, συμπτωματικά, είμαστε και κοντοχωριανοί) που με κέρδισαν. Ήταν η πρώτη του κουβέντα: «Εγώ, γιε μου, από μικρός ήθελα να γίνω παπάς». Και έγινε. Παρότι εκτός από Θεολογία σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Λογοτεχνία και Φιλοσοφία, εκάρη μοναχός στα εικοσιένα του χρόνια, εξελίχθηκε γρήγορα μέσα από τις βαθμίδες της ιεροσύνης -διάκονος, επίσκοπος, πρεσβύτερος – και πέρασε από τα Σφακιά στη Ρωσία κι απ’ τη Ρωσία στην Αίγυπτο – αφήνοντας πίσω του πολιτιστικό έργο, ιδρύματα και μουσεία.
Το θείο κάλεσμα
Αλλά φαινόταν πως η κλήση του ήταν αλλού. «Στην Αφρική είδα τους ανθρώπους που υποφέρουν και το τεράστιο καλό που μπορούμε να κάνουμε ως Εκκλησία, ως άνθρωποι, ως Έλληνες Χριστιανοί χωρίς διακρίσεις, γιατί η ιεραποστολή δεν βλέπει χρώματα και πάθη, βλέπει μόνο ανθρώπους που έχουν ανάγκη από φαγητό, φάρμακα, καθαρό νερό και διακονία».
Κι έτσι, από το 1997 μέχρι σήμερα, οργώνει την αφρικανική ήπειρο στις χώρες που οι περισσότεροι γνωρίζουμε μόνο από τον χάρτη και τα δελτία ειδήσεων· περιοχές πληττόμενες από επιδημίες, λιμούς, εμφύλιες συρράξεις και φυσικές καταστροφές. «Έχω πατήσει τα 70, γιε μου» μου λέει. «Όπως καταλαβαίνεις, κάθε ταξίδι είναι κουραστικό, έχει κινδύνους, εμβόλια, δύσκολες μετακινήσεις, ξενύχτια…». Εγώ καταλαβαίνω. Εκείνος όχι. Έχει μόλις επιστρέψει από μια τέτοια ιεραποστολή στην Ουγκάντα, την Κένυα και το Σουδάν και ετοιμάζεται να ξαναφύγει μετά το Πάσχα για το Κονγκό, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι. Κάθε φορά θα πρέπει να επιθεωρεί τις εργασίες, να μιλάει με το προσωπικό ή να στήνει κάτι από το μηδέν· ενώ ταυτόχρονα όλοι θέλουν να του μιλήσουν, να πάρουν μια ευχή, να ακούσουν δυο λέξεις παρηγοριάς – και όλοι πιστεύουν ότι εφόσον εκπροσωπεί μια ανώτερη δύναμη είναι κι ο ίδιος κάπως υπεράνθρωπος στις αντοχές του.
Ωστόσο μιλάει με ζήλο για την αποστολή του και με ενθουσιασμό για το μουσείο που εγκαινίασε στην Κρήτη πέρσι το καλοκαίρι, με προσωπικά του αντικείμενα, μια ενότητα αφιερωμένη στην Αφρική, και την καταγραφή της πορείας του από το Σπήλι του Ρεθύμνου στον Πατριαρχικό θρόνο: «Φαντάσου, γιε μου, να φεύγεις για την ξενιτειά, για έναν άγνωστο τόπο που γλώσσα δεν ξέρεις, ανθρώπους δεν γνωρίζεις, μόνο με την ευλογία του Άγιου Χαράλαμπου και τριανταοχτώ χρόνια μετά, την ίδια ακριβώς μέρα – γιατί τίποτα δεν είναι σύμπτωση σ’ αυτόν τον κόσμο – να επιστρέφεις με την ίδια νεανική καρδιά όπως τότε». Αυτή η νεανική καρδιά είναι που μας κέρδισε. Και η ευπροσηγορία ενός ιερέα που αντιλαμβάνεται το αξίωμά του όχι ως ανταμοιβή αλλά ως χρέος, και μάλιστα ακόμα απλήρωτο, «μακριά από θεολογίες γραφείου και ιεραποστολή πληκτρολογίου», όπως του έγραψε κάποτε ένας πιστός. «Είναι κάτι που λέω συχνά και κάθε φορά με κάνει πιο πεισματάρη: Ο Χριστός δεν έφερε θρησκεία. Έφερε Αγάπη», μου λέει, πριν μας αποχαιρετίσει.
Το ιεραποστολικό έργο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και του Πατριάρχη Θεόδωρου του Β΄
Το έργο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας καταγράφεται από την επίσημη ιστοσελίδα του, αλλά όχι με τους ρυθμούς που εξελίσσεται στην πραγματικότητα.
Η ιεραποστολική του δράση έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία, την υγεία και την κοινωνική πρόνοια. Σε χώρες όπου οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια αποτελούν τεράστιες προκλήσεις, η παρουσία του είναι πλέον συνώνυμη με την ελπίδα και την αλληλεγγύη.
Εκατοντάδες ιεροί ναοί, οργανωμένα συσσίτια, σχολεία, ιατρικά κέντρα και ιδρύματα για ορφανά παιδιά προσφέρουν ήδη παραμυθία και φροντίδα.
Το Πατριαρχείο μετρά σήμερα πάνω από 30 Ιερές Μητροπόλεις και 12 Επισκοπές σε ολόκληρη την Αφρική. Η κεντρική του διοίκηση στην Αλεξάνδρεια συντονίζει την εκκλησιαστική, πνευματική και φιλανθρωπική δράση, υποστηριζόμενη από δωρεές Ελλήνων της διασποράς, ιεραποστολικών συλλόγων, και ορθοδόξων κοινοτήτων από όλο τον κόσμο.
Η δράση του τα τελευταία είκοσι χρόνια εκτείνεται σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο και σε χώρες όπως η Ζιμπάμπουε, το Μαλάουι, η Μοζαμβίκη, η Μποτσουάνα, η Ουγκάντα, η Κένυα, η Τανζανία, η Γκάνα, η Ζάμπια, η Νότια Αφρική και η Ανγκόλα, μέσα από επιδημίες, εθνοκαθάρσεις και εμφύλιους σπαραγμούς.
Σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας έχει επεκταθεί και σε κοινωνικά προγράμματα με παγκόσμιο αντίκτυπο. Από το 2011, όταν συμμετείχε για πρώτη φορά στη γενική συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το AIDS, έχουν αναληφθεί δράσεις που περιλαμβάνουν:
• Τη δημιουργία δομών για οροθετικούς και ασθενείς HIV.
• Τη συνεργασία με τοπικές ομάδες γιατρών για ενημέρωση και περίθαλψη.
• Την οικονομική ενίσχυση των κοινωνικά αποκλεισμένων οροθετικών και των οικογενειών τους.
• Την παροχή υποτροφιών σε Αφρικανούς σπουδαστές ιατρικής, φαρμακευτικής και ψυχοκοινωνικών επιστημών για τη μελλοντική προσφορά φροντίδας στους συμπολίτες τους.
• Τη δωρεάν παροχή φαρμάκων.
• Την εξασφάλιση γρήγορης και αξιόπιστης διάγνωσης.
• Την καταδίκη κάθε μορφής στιγματισμού και κοινωνικού αποκλεισμού των πασχόντων.
Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης