Είναι ο τρόπος που επινόησαν οι παλιοί Καλύμνιου βουτηχτάδες για να διατηρούν για καιρό την ψίχα από τις φούσκες που με τόση δυσκολία έβγαζαν από τη θάλασσα.
Οι φούσκες είναι όστρακα που δύσκολα αλιεύονται, γιατί είναι καλά κρυμμένα σε βράχια και ακόμη καλύτερα καμουφλαρισμένα. Προσκολλούνται στα βράχια κι έχουν πάνω τους φύκια όπως αυτά των βράχων κι έτσι διακρίνονται με δυσκολία από τους δύτες. Δεν είναι τόσο σπάνιες, όμως έχουν ακαθόριστο σχήμα και μέγεθος και μόνο ένα έμπειρο μάτι μπορεί να τις ξεχωρίσει στο βυθό καθώς είναι κολλημένες σε βράχια και κλειστές. Τις περνάς για βράχια. Αν τις πιάσεις τελικά διαπιστώνεις πως είναι μαλακές σαν σκληρό σφουγγάρι κι αν τι ζουλήξεις από 1-2 τρύπες βγάζουν και τη θάλασσα που κρατάν μέσα τους. Στο εσωτερικό τους δημιουργούν μια φούσκα μέσα στην οποία βρίσκεται η σάρκα τους περιβεβλημένη από μια μεμβράνη. Τις ανοίγεις με μια εγκάρσια μαχαιριά και τότε ανακαλύπτεις τον υπέροχο κιτρινοπορτοκαλί τους εσωτερικό κόσμο. Η γεύση τους είναι πολύ ιδιαίτερη κι άλλοι τη λατρεύουν, άλλοι τη μισούν γιατί είναι ελαφρώς πικρή και έντονα ιωδιούχος. Αυτή η ιδιαίτερη γεύση της τη διαφοροποιεί από όλους τους θαλασσινούς συγγενείς της. Λέγεται μάλιστα ότι είναι το καλύτερο φάρμακο για το στομάχι, δεν κάνει όμως καλό σε όσους έχουν πρόβλημα με το θυροειδή τους…Τρώγεται ωμή με λεμόνι.
Στην Κάλυμνο οι παλιοί βουτηχτάδες που γνωρίζαν καλά τον κόπο να τις βρεις και να τις βγάλεις, επινόησαν ένα τρόπο συντήρησης του περιεχομένου από τις φούσκες, το σπινιάλι ή σπινιάλο. Αποστειρώνουν μπουκάλια μέσα στο οποίο φυλάνε το φαϊ από τις φούσκες μαζί με νερό θαλασσινό από τις ίδιες τις φούσκες, λίγο επιπλέον αλάτι και λίγο ελαιόλαδο το οποίο σκεπάζει το ζουμάκι και δεν αφήνει τον αέρα να εισχωρήσει στο θαλασσινό νερό και να αλλοιώσει τις φούσκες. Τα σφραγισμένα αυτά μπουκάλια με το σπινιάλο διατηρούνται στο ψυγείο για μεγάλο χρονικό διάστημα.