«GrEAT» για το φαγητό και το καλύτερο και παρέα με την κατάληξη «-ings» συνθέτουν τα ξεχωριστά υλικά-συστατικά ενός νοστιμότατου τριήμερου που μας ξενάγησε σε ό,τι καλύτερο παράγει και μαγειρεύει το νησί, από τις 16 ως τις 18 του Σεπτέμβρη.
Άλλα νησιά ξέρουν να «πουλήσουν» τον τόπο τους, διαφημίζοντας ακόμη και το ηλιοβασίλεμά τους. Η Σύρος, η αληθινή αρχόντισσα των Κυκλάδων, όμως, για πολλούς λόγους είδε τον εαυτό της να μένει πίσω στον τουριστικό χορό μιας ευρύτερης προβολής. Μια φωτισμένη τοπική αυτοδιοίκηση μαζί με το Εμπορικό Επιμελητήριο των Κυκλάδων δουλεύει πλέον εντατικά και με σταθερά βήματα για να θυμίσει σε όλους εμάς και στον έξω κόσμο πως εδώ, με πολύ κόπο ενάντια στο αντίξοο χώμα και τον καιρό, μια νέα τοπική παραγωγή παράγει τα τυριά, το κρασί, τα βότανα, το μέλι, τον φημισμένο αρωματικό ντόπιο μάραθο και τα φυσικά καλλυντικά της, πως τα παλιά αρχοντικά ανακαινίζονται σε σικάτους ξενώνες, πως μια φρέσκια φουρνιά μαγείρων μαγειρεύει εμπνευσμένα με όπλο τις παλιές συνταγές των γιαγιάδων του νησιού σε κουκλίστικα εστιατόρια, πως το καινούριο, ανακαινισμένο λιμάνι είναι μια πασαρέλα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από την Κυανή Ακτή και το Κάπρι.
Μια μικρή στρατιά των πιο επίλεκτων δημοσιογράφων είχε την τύχη να ζήσει όλη τη Σύρο στο πιάτο ή, αλλιώς, να ξεναγηθεί στο νησί των δυο λόφων και των δυο ταχυτήτων -από τη μια μεριά του τραπεζιού η φτωχική φρουτάλια του ταπεινού Βροντάδο και από την άλλη η μαρουλοσαλάτα με ροκφόρ και το capon magro της πλούσιας, δυτικότροπης αστικής τάξης. Στο χωνευτήρι μιας σύγχρονης εποχής που μαγειρεύει τα πάντα στο ίδιο πιάτο, τα 17 εστιατόρια του δικτύου της Aegean Cuisine, που πιστοποιεί όσους τιμούν τα υλικά και την κουζίνα του τόπου, δοκιμάσαμε μαραθόπιτες, αφράτους κεφτέδες με τσίπουρο και καππαροσαλάτα αλλά και φλογέρες με λούζα και Σαν Μιχάλη, αρμύρα με αχινό και περδικόσουπα, με άλλα λόγια, την παράδοση που επιμένει και κείνη που δημιουργεί, πλάι στο κύμα και σε μεσαιωνικούς κήπους πνιγμένους στις βουκαμβίλιες. Είδαμε πώς γίνεται το λουκούμι και πώς τυροκομείται το Σαν Μιχάλη και το γρονθοτυράκι, πώς φτιάχνεται η συριανή, κανελάτη λούζα, η κ. Ντίνα Συκουτρή μας ξενάγησε στην αριστοκρατική ιστορία του συριανού λουκουμιού στο Βιομηχανικό Μουσείο, μυρίσαμε την ένταση του ντόπιου θυμαριού την ώρα που αποξηραίνεται, μιλήσαμε με το κουράγιο των νέων ανθρώπων που δεν φοβήθηκαν την αποκέντρωση και την κρίση αλλά ορκίστηκαν στο μέλλον του κρίταμου, του μάραθου και της κάππαρης της συριανής γης.
Ο κινηματογράφος Παλλάς «έπαιξε» επί σκηνής το πιο κινηματογραφικό ζωντανό μαγείρεμα από τον θίασο όλων των σεφ της διοργάνωσης όσο στην πλατεία οι παραγωγοί σύστηναν τα προϊόντα τους στο κοινό. Παίξαμε κουρδίζοντας πίσω το χρόνο στο σπίτι-μουσείο της Κυβέλης μια παράσταση νοστιμιάς με τα υπέροχα παιδιά του πανεπιστημίου, που ανέλαβαν και τον φρεσκότατο σχεδιασμό της διοργάνωσης, κάτω από τα ζωγραφιστά ταβάνια του Επιμελητηρίου μάθαμε τη Σύρο σε αριθμούς, τελειώσαμε με μια μαγική παράσταση του αυθεντικού συριανού πρωινού στο παραμυθένιο κυλικείο του Δημαρχείου. Η Δύση και η Ανατολή μάς προϋπάντησαν με σαντούρια και βιολιά, οι παλιές ταγιέ κανάτες και οι γλυκοθήκες της γιαγιάς σέρβιραν πελτέ κυδώνι και κατσικίσιο γάλα, το Ελληνικό Πρωινό σερβιρίστηκε στην πιο κινηματογραφική εκδοχή του, με κατσικίσιο βούτυρο, παξιμάδι και λουκουμάδες με σάλτσα λουκουμιού. Κι όπως κάθε επισκέπτης που σέβεται τον εαυτό του, λίγο πριν σαλπάρουμε, ψωνίσαμε πολτό μάραθου, σκόνη κρίταμου, αποξηραμένη κάππαρη και χαλβαδόπιτες στο μαγαζί του πρωτοπόρου Κώστα Πρέκα. Φάγαμε τη Σύρο σαν ξερολούκουμο και σας τη συστήνουμε ένθερμα και ανεπιφύλακτα.
Φωτογραφίες: Αντωνία Κατή