Ο Ανδρέας Στάικος μαγειρεύει για τους ηθοποιούς του παράλληλα με τις πρόβες και επιμένει μέσα από τα κείμενα και τις «Επικίνδυνες μαγειρικές» του ότι η ελληνική κουζίνα μεταμορφώνεται και μεταμορφώνει, δημιουργεί νέες συνθήκες και διδάσκει πολιτισμό.
Είναι από τους πιο εμβληματικούς συγγραφείς και θεατράνθρωπους, από τους ελάχιστους που γνωρίζουν τον Μολιέρο, τον οποίο έχει μεταφράσει, καλύτερα κι από πολλούς Γάλλους, συγγραφέας πετυχημένων έργων όπως η άκρως ευρηματική «Αισχρότατη Εριέττα» και οι «Επικίνδυνες μαγειρικές» (εκδόσεις Άγρα), τα οποία έχουν μεταφραστεί σε 32 γλώσσες. Λίγο μετά την ολοκλήρωση του κύκλου παραστάσεων του θεατρικού έργου του «Η Λέλα και η Λέλα», που θα επαναληφθεί του χρόνου, τον συναντάμε στο σπίτι του στα Εξάρχεια, ανάμεσα σε βιβλία, με τα εξώφυλλα των μεταφρασμένων έργων του στους τοίχους και με τον καλό του φίλο Γιάννη Τσαρούχη να χαμογελάει σε μια φωτογραφία-υπενθύμιση ενός πολιτισμού που, όσο κι αν χάνεται, μας θρέφει ακόμα.
Γιατί αυτό που ξέρει κυρίως ο Ανδρέας Στάικος είναι να τιμάει αυτό τον κόσμο, να φτιάχνει αστερισμούς και ατμόσφαιρες, να κάνει όλες τις τέχνες να ζωντανεύουν.
Θεατρικές μαγειρικές
Αντίστοιχη πεποίθηση έχει για τη μαγειρική, που για τον ίδιο είναι άμεσα συνυφασμένη, από κάθε άποψη, με το θέατρο. «Θεωρώ ότι το θέατρο είναι μια εξωστρεφής τέχνη, εξ ου και κάθε πρόβα είναι μια τελετουργία, μια γιορτή. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, για μένα το έργο τελειώνει με τις πρόβες, αφού όλη η ηδονή και η απόλαυση βρίσκονται στην προετοιμασία, εκεί είναι που το έργο πλάθεται με υλικά τους ίδιους τους ηθοποιούς. Προτιμώ το έργο να χτίζεται βήμα-βήμα, πέτρα-πέτρα και -γιατί όχι;- πιάτο-πιάτο».

Εξώφυλλα βιβλίων του που κοσμούν τον τοίχο του σπιτιού του Ανδρέα Στάικου
Γι’ αυτό λοιπόν φροντίζει οι πρόβες, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια, να συνοδεύονται από δειπνοσοφιστικές καταστάσεις με τους ηθοποιούς, με τον ίδιο να αναλαμβάνει όχι μόνο τον ρόλο του συγγραφέα και σκηνοθέτη, αλλά και του σεφ. «Το θέατρο είναι παρεμφερής τέχνη με τη μαγειρική. Κατ’ αρχάς, είναι και οι δύο τέχνες του εφήμερου -μην κοιτάτε που τώρα έχουμε όλα τα τεχνολογικά βοηθήματα, όπως τη φιλμογράφηση, την ηχογράφηση και τα λοιπά. Αυτά για χρόνια δεν υπήρχαν και το έργο γινόταν κατευθείαν ανάμνηση»!
Πρόκειται για μια τεράστια και απαιτητική διαδικασία που, όπως λέει, προϋποθέτει τη βαθιά γνώση των υλικών και της διαχείρισής τους. «Όπως και στην κουζίνα, μπορεί να έχεις την καλή πρώτη ύλη, τη συνταγή, αλλά ποτέ δεν μπορείς να μαγειρέψεις με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί την ίδια συνταγή να την έχουν πενήντα άνθρωποι, αλλά μόνο δύο θα τα καταφέρουν: γιατί πρέπει να ξέρεις τη σύνθεση, τις αναλογίες, τον τρόπο. Και ακριβώς επειδή αλλάζουν η σύνθεση, η διάθεση, ποτέ ένα πιάτο δεν είναι ίδιο με ένα άλλο».
Εξορία και κουζίνα
Ομολογεί ότι, αν και είχε ταλέντο στη μαγειρική, το ανακάλυψε κάπως όψιμα, όταν βρέθηκε να μαγειρεύει σπίτι του επειδή δεν του άρεσε το φαγητό που έτρωγε στη γαλλική εστία. «Βρέθηκα πολιτικός εξόριστος στο Παρίσι το 1967, λόγω της χούντας, και αναγκάστηκα, πέρα από τα γαλλικά που τα έμαθα και τα λάτρεψα, να μελετήσω και την κουζίνα τους. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι, εκτός από μαγειρική αντίληψη, είχα και γευστική μνήμη, παρότι ποτέ δεν μου είχε επιτρέψει η μητέρα μου να μπω στην κουζίνα. Δεν θεωρούνταν δουλειά για αγόρια, σε αντίθεση με τους Γάλλους, που διαπίστωσα ότι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με αυτό».
Η γαλλική κουζίνα τον έκανε να επανεκτιμήσει τα μυστικά της ελληνικής αστικής κουζίνας, με την οποία είχε έρθει σε επαφή ως βέρος Αθηναίος, μεγαλωμένος στου Φιλοπάππου με κοσμοπολίτικη ταυτότητα. «Η κουζίνα μας δεν είναι φτωχή, παρότι δεν έχει την εράσμια ποικιλία της γαλλικής, που είχε τη δυνατότητα να συνδυάζει πολλά υλικά. Ευτυχώς, όμως, στη δική μας περίπτωση υπήρξε η αστική κουζίνα που διαμορφώθηκε από πολλαπλές επιρροές: σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Φαναριώτες, που ήταν πλούσιοι έμποροι και έστελναν τα παιδιά τους στη Γαλλία, απ’ όπου μετέφεραν συνταγές και εικόνες. Όλα αυτά δεν είναι μόνο ιστορικά δεδομένα, είναι και πολιτισμικά, εξ ου και θεωρώ τη μαγειρική βασικό στοιχείο πολιτισμού».
Η μόδα φέρνει την εξέλιξη
Επιμένει ότι δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό που η μαγειρική έχει γίνει μόδα, γιατί «αυτή τη στιγμή έχουμε επαγγελματίες και ανθρώπους που ξέρουν τους συνδυασμούς, έχουν ταξιδέψει, έχουν ευρωπαϊκή κουλτούρα, κάνουν δημιουργική κουζίνα, τη λεγόμενη ‘πειραγμένη’, εξελίσσοντάς την. Δεν είναι πάντα πετυχημένη, αλλά υπάρχει διαρκής βελτίωση. Όσον αφορά τις γεύσεις, είναι καλό να δοκιμάζεις τα πάντα, όπως ακριβώς το να μαθαίνεις διαφορετικές γλώσσες, χωρίς προκαταλήψεις. Με τον ίδιο τρόπο που δεν είναι καλό να ξέρεις μόνο τη γλώσσα που μιλάνε οι φιλόλογοι ή οι ψαράδες, είναι καλό να αγαπάς την ελληνική κουζίνα, αλλά να είσαι ανοιχτός στις νέες επιρροές και τους δημιουργικούς συνδυασμούς. Τα πάντα είναι θέμα μεταμόρφωσης. Είναι πολύ σημαντικό να κρύβεις το κάθε υλικό ώστε να μπορέσει να αφομοιωθεί από το σύνολο, να μην υπερτερεί έναντι των άλλων. Το θέατρο, όπως ακριβώς και η μαγειρική, μεταμορφώνεται και μεταμορφώνει, γίνεται κάτι άλλο, μετουσιώνεται σε μια νέα πραγματικότητα και έναν άλλον κόσμο. Αυτή ακριβώς είναι η μαγεία τους και ο σπουδαίος τους ρόλος, πέρα από την απόλαυση, που είναι η κεντρική προϋπόθεσή τους».
Φωτογραφίες: Νίκος Κόκκας
Διαβάστε επίσης:
Πώς οι ιστορίες (και όχι τα likes) κάνουν τη γαστρονομία viral στα social
Γιατί είναι σημαντικός ο Χρόνης Δαμαλάς
Yannick Alléno: Η πολυτέλεια ενός πιάτου βρίσκεται στη γεύση, όχι στην υπερβολή