Η οικογένεια Σαλαμουσά έχει πάθος με τη Λήμνο, τις τοπικές ποικιλίες σιτηρών και οσπρίων, καθώς και με τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Το πάθος αυτό έχει μεταφραστεί εδώ και χρόνια σε ένα project που εδράζεται σε μοντέρνα επιχειρηματικά θεμέλια, ενώ «κυβερνάται» από αξίες που αναδύουν άρωμα παράδοσης, όπως και οι σπόροι που με πολύ κόπο και φροντίδα αναβίωσε και διατηρεί ως θησαυρό η οικογένεια.
Το Cantina είχε επισκεφθεί πριν από μερικούς μήνες τη Λήμνο για να αναδείξει την κληρονομιά του Αιγαίου και η διευθύντρια σύνταξης του περιοδικού Νανά Δαρειώτη, είχε μιλήσει με τον Στέργιο Σαλαμουσά. Εκείνος και ο αδελφός του, Παναγιώτης, έχουν πλέον αναλάβει την επιχείρηση που ίδρυσε ο πατέρας τους, Χρήστος.
«Ο πατέρας, έχοντας μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, που ο παππούς μας ασχολούνταν με το εμπόριο τοπικών οσπρίων και την εξαγωγή τους από το νησί, και βλέποντας την τάση για επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή και στα τοπικά προϊόντα, ξεκίνησε το 2008 να αναζητά ντόπιους σπόρους. Εκείνη την εποχή τα όσπρια καλλιεργούνταν από κάποιους παραγωγούς κυρίως για ιδία κατανάλωση στα σπίτια. Ο ίδιος ασχολούνταν με τον πρωτογενή τομέα στο εμπόριο σιτηρών και αποφάσισε να επεκτείνει τη δραστηριότητά του. Προμηθεύτηκε σπόρο από το Ινστιτούτο Σιτηρών αλλά και από παλιούς παραγωγούς εδώ στη Λήμνο», εξηγεί ο Στέργιος Σαλαμουσάς.
Η διαδικασία για να πολλαπλασιαστεί ο πολύτιμος σπόρος δεν ήταν απλή. Για την ακρίβεια, μέχρι το 2012 ο Χρήστος Σαλαμουσάς προσπαθούσε να βρει τις κατάλληλες καλλιεργητικές μεθόδους και τον τρόπο επεξεργασίας, που αφενός θα επέτρεπε να πολλαπλασιαστεί ο σπόρος ενώ παράλληλα θα διατηρούνταν καθαρός, αφετέρου να παράγει μια ικανή ποσότητα ώστε να προχωρήσει σε εμπορική αξιοποίηση του προϊόντος. Τα πρώτα 10κιλα τσουβαλάκια οσπρίων Σαλαμουσάς έκαναν δειλά – δειλά την εμφάνισή τους στην τοπική αγορά της Λήμνου εκείνη την εποχή, ενώ από το 2017 που στην επιχείρηση μπήκε η νέα γενιά, το project άρχισε να παίρνει πιο εξωστρεφή και δυναμικά χαρακτηριστικά.
«Στήσαμε ένα πλάνο marketing, συσκευάζοντας το προϊόν και επικοινωνώντας καλύτερα τι είναι και τι θέλουμε να κάνουμε. Από τότε, έχουμε σταθερά ανοδική πορεία τόσο σε ό,τι αφορά τις πωλήσεις, όσο και την παραγωγή μας. Τα όσπρια, το αλεύρι και τα σιτηρά μας έχουν παρουσία σε αρκετά παντοπωλεία και delicatessen σε όλη την χώρα, καθώς και σε κάποια σημεία στην Ευρώπη».
Οι ποικιλίες οσπρίων που αναβίωσε και διατηρεί η οικογένεια Σαλαμουσά
Ο Άφκος, η λημνιώτικη φάβα, είναι ο πρωταγωνιστής του καταλόγου. Ο Χρήστος Σαλαμουσάς αναβίωσε την καλλιέργεια του Άφκου στο νησί -μια υπόθεση καθόλου εύκολη. Χρειάζεται ήπιες αλλά τακτικές βροχοπτώσεις ενώ το χαμηλό ύψος του φυτού δυσκολεύει τον αλωνισμό του. Η καλλιέργεια του Άφκου εναλλάσσεται με σιτηρά στα πλαίσια αμειψισποράς, έτσι δεν γίνεται χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Mετά την συγκομιδή του ακολουθεί το στάδιο της φυσικής ξήρανσης και εν συνεχεία ο καθαρισμός του από το αποφλοιωτήριο όπου ο καρπός περνάει από 6 ζεύγη πετρόμυλων. Προϊόν αναβίωσης και επανακαλλιέργειας στο νησί, χάρη στις προσπάθειες της οικογένειας Σαλαμουσά, είναι επίσης τα ρεβύθια.
Το ασπρομύτικο φασόλι είναι παραδοσιακό προϊόν της Λήμνου. Μοιάζει με το γνωστό μαυρομάτικο, όμως είναι ξηροθερμικό, έχει μικρότερο μέγεθος και καφέ χρώμα στην μύτη του. Η παραγωγή του παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, ιδιαίτερα στο στάδιο του καθαρισμού και του διαχωρισμού από τις ξένες ύλες, ενώ σε μεγάλο βαθμό είναι χειρονακτική. Παρ’ όλα αυτά αναβιώνει την τελευταία δεκαετία στην κεντρική και ανατολική Λήμνο χάρη στην επιμονή και το μεράκι των τοπικών γεωργών από όπου το προμηθεύεται η επιχείρηση μέσω συμβολαιακής γεωργίας.
Δίπλα στα όσπρια, έχουν τη θέση τους τα σιτηρά από την παραδοσιακή ποικιλία σκληρού σίτου «Λήμνος», μια από τις πιο παλιές Ελληνικές ποικιλίες, γνωστή για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, που ξεκίνησε να καλλιεργείται στο νησί από το 1935. «Πλέον είμαστε σε θέση να καλλιεργούμε το σιτάρι ‘Λήμνος’ σε ιδιόκτητα κτήματα, περίπου 75 στρεμμάτων, αλλά και σε συνεργασία με τοπικούς παραγωγούς μέσω της συμβολαιακής γεωργίας, έχοντας διαθέσιμο μετά την άλεση ένα άριστης ποιότητας μονοποικιλιακό, κίτρινο αλεύρι. Βγάζει φυσικά αρώματα, είναι διαχειρίσιμο και με καλή δομή, ενώ απουσιάζουν πλήρως συντηρητικά, βελτιωτικά και άλλα πρόσθετα» λέει ο Στέργιος Σαλαμουσάς.
Η «καλλιέργεια» της συνεργασίας το νέο project της οικογένειας Σαλαμουσά
Δεν είναι όμως μόνο η καλλιέργεια που έχει προκλήσεις. Η οικογένεια εξακολουθεί με το ίδιο πάθος να διατηρεί στους πειραματικούς αγρούς της τις παραδοσιακές ποικιλίες καθαρές, κάνοντας διαλογή από τυχόν προσμίξεις, αλλά είναι μια ιδιαίτερα επίπονη διαδικασία: «Πρέπει ένας άνθρωπος να περνά στρέμμα στρέμμα και να ξεριζώνει φυτά για να μην ξαναπετάξουν και γίνει πρόσμιξη, κυρίως από άλλους σπόρους σιτηρών». Ελπίζουν ότι σταδιακά με την υποστήριξη του προγράμματος MedINA και κυρίως μέσω της συνεργασίας που έχουν με το Ινστιτούτο Σιτηρών Θεσσαλονίκης να επιτευχθεί η διατήρηση του σπόρου από τον οργανισμό που διαθέτει περισσότερο προσωπικό και τεχνογνωσία. Άλλωστε, οι παραγωγοί έχουν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετα την κλιματική αλλαγή. «Τα καλοκαίρια είναι πλέον πολύ ζεστά. Έτσι καταστράφηκε το φασόλι. Οι ημέρες είναι ζεστές, είναι ζεστά και τα βράδια και δεν δροσίζεται. Έτσι κάηκε σχεδόν όλη η παραγωγή φέτος».
Ο Στέργιος Σαλαμουσάς περιέγραψε τους επόμενους στόχους του: Επιθυμεί να επενδύσει σε έναν πετρόμυλο για να αλέθει το αλεύρι του. «Είναι μια παλιά μέθοδος που έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο και έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί διατηρούνται καλύτερα τα θρεπτικά στοιχεία του προϊόντος. Στη συνέχεια θα απευθυνθούμε σε αρτοποιούς που ψάχνουν κάτι διαφορετικό». Παράλληλα, ο ίδιος προσπαθεί να επικοινωνήσει την αξία της συνεργασίας, που δεν είναι κάτι το οποίο ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα… Όντας από τους πρωτοπόρους του θεσμού της συμβολαιακής γεωργίας από το 2008, τάσσεται υπέρ ενός σταθερού δικτύου συνεργασίας με παραγωγούς που κατανοούν ότι τα «πυροτεχνήματα» -όπως το «χρηματιστήριο» των προϊόντων- δεν θα φέρουν την επιτυχία. Αυτό που χρειάζεται για να είναι βιώσιμο το επιχειρηματικό αγροτικό μοντέλο, εξηγεί, είναι η αξιοπρεπής και σταθερή ποιότητα στην παραγωγή και ο σεβασμός στον καταναλωτή, που άλλωστε πλέον είναι πιο ενήμερος και απαιτητικός από ό,τι στο παρελθόν.
Κεντρική Φωτογραφία: Θοδωρής Τέμπος