Η ελληνικότητα ξαναβρίσκει την αυτοπεποίθησή της και τον εξελιγμένο εαυτό της στις κουζίνες των σπιτιών, στις ταβέρνες και τα εστιατόρια. Ο ψυχαναγκασμός της καινοτομικής μαγειρικής πιρουέτας φαίνεται πως έλαβε τέλος για την ώρα.

Ο τρόπος που τρώμε είναι σταθερά επηρεασμένος από τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες κάθε εποχής. Πάνω στο τραπέζι αποτυπώνονται τάσεις των καιρών, συλλογικές φιλοδοξίες και προσωπικές ιδιοσυγκρασίες. Το φαγητό παραμένει η κυρίαρχη μορφή διασκέδασης. Πολλές φορές μεγαλύτερη και από το ποδόσφαιρο, την τηλεόραση και την μουσική. Ένα μαζικό διεγερτικό αυτοεπιβράβευσης, που καταναλώνεται στον καναπέ του σπιτιού μας, στο δρόμο, ή τον προορισμό μιας εξόδου.

Οι Ελληνες, ως καταναλωτές σούπερ μάρκετ και πελάτες της εστίασης, ύστερα από το μετά-Covid πάρτυ, επιστρέφουν στη ζεστή φωλιά των κλασικών επιλογών, της ασφάλειας, της συναισθηματικής θέρμης. Απορρίπτουν «ευφάνταστες δημιουργίες» και συγκινούνται από τα πιάτα που τελειοποιούν τις κλασικές συνταγές που μεγαλώνουν γενιές. Τα μενού που ξεφεύγουν από τα όρια μιας ελεγχόμενης δημιουργικότητας, αυτά που βρίσκονται σε μια διαρκή αναζήτηση, δεν τα θυμάται κανείς. Οι γευστικές εντάσεις, η βαθιά νοστιμιά, η πληθωρικότητα οφείλουν να είναι οι πιο στιβαροί ταυτοτικοί πυλώνες της ελληνικής εμπειρίας απόλαυσης του φαγητού.

Οι καταναλωτές, άλλωστε, είχαν πάντοτε τη δύναμη να διαλύουν το όνειρο ενός σεφ ως ασύμβατο με την εποχή ή να υιοθετούν ένα προϊόν από το ράφι ως ικανό να πάρει μια θέση στην καθημερινότητά τους. Το καλύτερο εστιατόριο θα είναι πάντα αυτό που σε ξέρουν, αυτό που σού εμπνέει την αίσθηση του «ανήκειν».

Το συναίσθημα είναι το υπερόπλο του γαστρονομικού μάρκετινγκ, το κοινό μυστικό της επιτυχίας, η λύση σε κάθε αίνιγμα. Η ελληνικότητα κάνει την καρδιά μας να χτυπάει. Οι γραφίστες επανεφευρίσκουν τις ρετρό ταμπέλες. Το κάποτε φολκλόρ είναι το σημερινό προωθημένο. Οι εταιρείες και οι επιχειρηματίες υψώνουν τη σημαία της παραδοσιακής εμπειρίας. Τα ονόματα των εστιατορίων βαπτίζονται ελληνικά, απλά, κατανοητά, με λέξεις που μοιάζουν με απολήξεις από τις λαϊκές ρίζες της καθομιλουμένης. Οι σεφ αφήνουν την προσωπική και κατά πολλούς «εγωϊστική» κουζίνα για να υπηρετήσουν το όραμα ενός νέου κύματος ελληνικότητας. Ποτέ δεν ήταν πιο υπερήφανοι για το γεγονός ότι χτίζουν καριέρα υπηρετώντας την πατροπαράδοτη κουζίνα.

Η Ελλάδα «πουλάει» και αγαπιέται. Και έχει μια σπάνια ευκαιρία να διαμορφώσει μια κουλτούρα επαγγελματισμού, διαφάνειας και ακεραιότητας που να έχει ως θεμελιώδη κανόνα τη χαρά του καταναλωτή και πελάτη.