Είναι ένας από τους πέντε υπέροχους συμμετέχοντες του «Cook Beef», μιας διαφορετικής εκπομπής που μόλις ξεκίνησε στο STAR και ισορροπεί ανάμεσα στη γαστρονομία και την ψυχαγωγία. Ο λόγος για τον Νίκο Θωμά, chef patron του εστιατορίου «Simul», ο οποίος συνεργάζεται με τέσσερις παλιούς γνώριμους, αλλοτινούς διαγωνιζομένους του «MasterChef».
«Με τον Χρήστο Γλωσσίδη και τον Σάββα Λιχανίδη είχαμε κρατήσει σχέσεις από το παιχνίδι, είχαμε έρθει κοντά και ως χαρακτήρες. Ο Μανώλης Σαρρής εργάζεται στο εστιατόριό μου κοντά δύο χρόνια πια και με τον Σταύρο Βαρθαλίτη είχαμε μια πολύ καλή σχέση, πίστευα σε αυτόν από την αρχή. Η εκπομπή είναι βασισμένη στην παρέα και τον χαβαλέ. Δεν είναι ένα πρόγραμμα μαγειρικής όπου θα διδάξουμε πώς να μαγειρέψουμε ή να εμπνεύσουμε. Θα κάνουμε πράγματα εύκολα, απλά και με μεγάλη δόση χιούμορ», εξηγεί.
Αν η μέρα είχε περισσότερες από 24 ώρες, ο Νίκος Θωμάς θα ξεζούμιζε κάθε επιπλέον δευτερόλεπτο. Η δουλειά σε δύο φιλόδοξα τηλεοπτικά projects είναι πολλή και απαιτητική, όμως ο ίδιος λέει ότι νιώθει τουλάχιστον ευλογημένος να εργάζεται σε μια περίοδο όπου η εστίαση έχει να επιλέξει ανάμεσα στην πινακίδα «Kλειστόν» και τη λύση ανάγκης του delivery. «Είναι πολύ δύσκολο και ψυχολογικά βαρύ. Οποιοσδήποτε μάγειρας αγαπάει τη δουλειά του δεν περνάει πολύ καλά αυτή την περίοδο. Από την άλλη, νιώθω ευλογημένος και ευχαριστώ πάρα πολύ το κανάλι και την παραγωγή που έχω αυτή τη δουλειά. Πραγματικά, αλλιώς θα ήταν πολύ δύσκολα. Σε ό,τι αφορά το “Simul” από τον Δεκέμβριο ξεκινήσαμε το delivery. Προσπαθούμε να δώσουμε την ποιότητα που έχουμε στο εστιατόριο. Είναι πολύ δύσκολο και πιεζόμαστε πολύ. Πήραμε αυτή την απόφαση με τη σύζυγό μου, την Αλεξάνδρα Γασπαρινάτου, απλώς για να υπάρχουμε και να έχουν και οι συνεργάτες μας ένα κίνητρο. Να μη μιζεριάσουν, να μη λιμνάσουν, να μη ζήσουν όλο αυτό το πράγμα που συμβαίνει με τους μάγειρες αυτή την περίοδο», καταλήγει. Αλλωστε, αν κάτι ήταν εκείνο που τον γοήτευσε όταν πήρε -τυχαία- το βάπτισμα του πυρός στη μαγειρική, αυτό ήταν η χαρά της παρέας και η δύναμη της ομάδας.
«Ξεκίνησα τελείως τυχαία τη μαγειρική. Δεν ήμουν το παιδί που μαγείρευε με τη γιαγιά ή τη μαμά. Ήρθε στη ζωή μου μέσω ενός φίλου που δούλευε σε ένα ταχυφαγείο. Τότε είχα ανάγκη κάποια μεροκάματα, πήγα, το έκανα και συνέχισα έτσι. Μ’ άρεσε η παρέα. Οι άνθρωποι της κουζίνας έχουν μια τρέλα και συντονίστηκα μαζί τους, μου άρεσε η πίεση -δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου σε δουλειά γραφείου-, απολάμβανα τα ακραία ωράρια, το να μην έχω γιορτές και αργίες. Για κάποιον λόγο με ιντρίγκαρε. Τα πρώτα χρόνια το έζησα στο φουλ όλο αυτό, επηρεασμένος και από βιβλία που διάβαζα, αλλά και από τον Αντονι Μπουρντέν. Ταυτόχρονα ήμουν και μουσικός. Έπαιζα ντραμς σε μπάντες. Ζούσα και το ροκσταριλίκι. Ήμουν σε καλό φεγγάρι», αφηγείται. Για τέσσερα χρόνια κατάφερε να πατά σε δυο βάρκες, της μουσικής και της μαγειρικής. Αργά ή γρήγορα ήρθε η στιγμή της επιλογής. «Ασχολούμουν φουλ με τις μπάντες. Παίζαμε στην Ελλάδα, στο εξωτερικό, κάναμε περιοδείες. Ήταν “αυτό”. Δεν ξέρω αν φανταζόμουν να κάνω καριέρα στη μουσική. Μου άρεσε όλο αυτό το lifestyle, να πάρω το βανάκι, να πάω ένα ταξίδι σε μια άλλη χώρα, να γνωρίσω καινούριο κόσμο. Για περίπου τέσσερα χρόνια το έκανα παράλληλα. Μουσική και μαγειρική. Μετά έπρεπε να διαλέξω. Ή μπαγκέτες ή κουτάλες. Και μουσικός να είχα γίνει, αυτή την περίοδο δεν θα μπορούσα να παίξω. Χαμένος από χέρι».
Σπούδασε σε σχολή γαστρονομίας, ταξίδεψε πολύ για να αποκτήσει γεύσεις και εικόνες -λέει πως έφτασε μέχρι τη Νέα Υόρκη μόνο για ένα δείπνο στο «Eleven Madison Park» την περίοδο που είχε αναδειχθεί το καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο-, δούλεψε. Πολύ γρήγορα ήταν έτοιμος και κυρίως θαρραλέος για το επόμενο βήμα. «Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο το timing. Να είσαι στο σωστό μέρος, στη σωστή στιγμή με τους σωστούς ανθρώπους. Και να έχεις το θάρρος να πεις το “ναι”. Μπορεί να αποτύχεις, μπορεί να αποτύχεις πάλι, αλλά το θέμα είναι να καταλάβεις από τα λάθη σου και να πας μπροστά. Σίγουρα ήμουν τυχερός γιατί ο Δημήτρης Σκαρμούτσος μού έδωσε την ευκαιρία όταν ήμουν 28 ετών να βγω μπροστά και να αναλάβω μια κουζίνα. Δεν ήξερα αν ήμουν σίγουρος ή έτοιμος. Δε φοβήθηκα, είπα “πάμε”. Αυτό του το χρωστάω», λέει για την καθοριστική στιγμή του. Το ίδιο σημαδιακή ήταν και η
απόφασή του να ανοίξει το δικό του εστιατόριο μαζί με τη σύζυγό του. «Από τον Δεκέμβριο του 2015 υπάρχει το “Simul”. Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει μαζί. Ψάχναμε ένα όνομα με τη γυναίκα μου που να εμπεριέχει και τους δύο ή κάτι κοινό μας. Το “Simul” ήταν ένα πείραμα. Επιχειρηματικά δεν είμαι πολύ καλός, η Αλεξάνδρα δεν είναι επιχειρηματίας με ατζέντα και εμπειρία, και πήγαμε και ανοίξαμε ένα μαγαζί εκτός πιάτσας. Πολύ ρομαντικό! Τα πρώτα δυόμισι χρόνια ήταν απογοητευτικά. Το θέμα μας ήταν να μην κάνουμε διαφήμιση-πυροτέχνημα. Θέλαμε το μαγαζί να πάει σταθερά, να γίνει γνωστό από στόμα σε στόμα, να έχουμε πελάτες που θα επιστρέφουν. Σιγά-σιγά έγινε και αρχίσαμε να ακουγόμαστε στην Αθήνα. Ξεκίνησε, λοιπόν, η ανοδική πορεία και μετά ήρθε ο κορωνοϊός». Παρά την υποχρεωτική «ανάπαυλα» που επέβαλε η πανδημία, τα πιάτα του σεφ, όπως η ρεβιθάδα με καραβίδες και μεδούλι ή ο εμβληματικός κόκορας με τραχανά, δεν λησμονιούνται έτσι εύκολα. Αυτό είναι και το ζητούμενο για τον Νίκο. «Το σημαντικό για μένα είναι να ακούω πως “αυτό το πιάτο θυμίζει εσένα”. Οι συνταγές υπάρχουν, αλλάζουν, κλέβονται, φιλτράρονται, αποτυπώνονται αλλιώς. Το θέμα είναι να καταλάβει κανείς τη νοοτροπία και τον χαρακτήρα σου».
Κατά τα άλλα, ο Νίκος Θωμάς, ένας άνθρωπος με έμφυτη συστολή -έχει κι αυτό τη σημασία του- επιβεβαιώνει μέχρι κεραίας τα στερεότυπα που ακολουθούν τους σεφ. Μαγειρεύει σπάνια στο σπίτι, ενδίδει πού και πού σε ένοχες απολαύσεις -ορκίζεται στα McDonald’s και το πιτόγυρο-, ενώ όταν του ζητώ να διαλέξει δύο ανθρώπους, εν ζωή ή αείμνηστους, για τους οποίους θα ήθελε να μαγειρέψει, επιλέγει τον σκηνοθέτη του «Έτερος Εγώ» Σωτήρη Τσαφούλια και τον θρύλο Ντιέγκο Μαραντόνα. Οσο για τα παρασκήνια του «MasterChef» -που είναι καλά και αυτό βγαίνει-, ο Θωμάς ανοίγει μια μικρή χαραμάδα της προετοιμασίας όσων σερβίρονται στη μικρή οθόνη.
«Η δική μου δουλειά ξεκινάει από το καλοκαίρι με την προετοιμασία με τον creative director, τον project manager και τους αρχισυντάκτες. Κάνουμε όλη την προεργασία, στήνουμε τα επεισόδια, μετά έρχεται το pre-casting, αμέσως μετά το casting και όταν πια ξεκινά ο διαγωνισμός αναλαμβάνω το Mystery Box, το pantry, τα πιάτα της αποχώρησης της Τρίτης, αν δεν έχουμε καλεσμένο σεφ, την εκπαίδευση των παιδιών πάνω σε κάποια μηχανήματα. Εχει πολλή δουλειά, στην ουσία εμπλέκομαι από το δημιουργικό κομμάτι μέχρι την παραγωγή και την εικόνα. Αν το εστιατόριο ήταν σε πλήρη λειτουργία τώρα, θα έπρεπε να μεγαλώσει κάπως η μέρα!».
Φωτογραφίες: Πάνος Γιαννακόπουλος
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Gala
Δείτε επίσης:
Νίκος Θωμάς: ο f&b του Μaster Chef αποκαλύπτεται
Chef’s Table: Νίκος Θωμάς (Simul Gastronomic situ)
Eπιστροφή στο Simul για κόκορα κρασάτο άλλου τύπου